Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2023

11:58

Η πρώτη προσπάθεια που έκανε για να αναπνεύσει αποδείχθηκε αποτυχημένη. Η αφόρητη πίεση που δέχονταν τα πνευμόνια του και το βουητό που ολοένα και δυνάμωνε μέσα στα αυτιά του γέννησαν έναν πανικό καινούριο. Προσπάθησε ξανά μα ήταν αδύνατο να ελέγξει κάτι το οποίο ήταν φτιαγμένο για να λειτουργεί μηχανικά. Πίεσε τον εαυτό του. Άνοιξε το στόμα του και προσκάλεσε τον αέρα να μπει. Ρούφηξε τη κοιλιά του και στη συνέχεια τη τέντωσε. Τίποτα. Στο εσωτερικό του κρανίου του μαινόταν μια καταιγίδα. Βροντές αντηχούσαν στα τοιχώματα του και τα δονούσαν ανελέητα, τρέφοντας τον πανικό του με εύγευστα πιάτα, κάνοντάς τον μια ξεχωριστή οντότητα, έναν κυρίαρχο μέσα στο ίδιο του το σώμα. Επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση ξανά και ξανά –ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει άλλωστε- έπεισε λίγο ξερό και βρωμερό αέρα να εισέλθει στα πνευμόνια του. Πήρε μερικές κοφτές ανάσες, όσο χρειαζόταν για να καταλαγιάσει ο πόνος στο στήθος του και το βουητό μέσα στα αυτιά του. Μετά τη πρώτη αυτή επιτυχία, όταν μπόρεσε ν

Πραγματικότητα

Ν α ' το πάλι. Να 'το το περισκόπιο. Αναδύθηκε από τα βάθη και περιστρέφεται για να δει. Για να δει εμάς. Ποιος το κινεί; Ο ερημίτης, ο εξόριστος που με τη βραχνή του φωνή σα να χαιρετάει. Και οι ψίθυροι αυξάνονται μέσα σε κύματα ηχούς. Δεν έχεις ξεφύγει Η μοναξιά μέσα στο πλήθος. Το στριφογύρισμα, η βροχή αστεριών, η αλήθεια σε περιτύλιγμα δώρου, όλα χάθηκαν με μια πνοή σιωπής. Καλοδεχούμενο ό,τι σύρει μαζί του το μέλλον. Η ένωση πονάει όταν τη βλέπεις. Πόσο φοβάται την αιωνιότητα. Φωτιά μέσα στον πάγο, κίνηση μέσα στην ακινησία. Η θάλασσα ανυψώνεται ως τους κρατήρες της σελήνης και ο βυθός μένει γυμνός, εκτεθειμένος. Κάτι σείεται, αντιδρά, αναρωτιέται. Κάποια πεποίθηση αρχίζει να λιώνει από τη θέρμη του ήλιου που ανατέλλει από τα βουνά. Αρχαίος, αρχέγονος βασανιστής Να φοβάσαι, του λέει Να φοβάσαι μη ξυπνήσεις ανάποδα κάποια μέρα και βρεθείς να πέφτεις, να βουλιάζεις σε κινούμενη κόκκινη άμμο. Έβηξε, κλότσησε και έφερε αντίρρηση. Πρόσβαλλε τη μνησικακία του λαμπερού

Για χάρη του

Δε γίνεται να δούμε πραγματικά το μαύρο κι ας μας κοιτάζει εκείνο συνεχώς. Μονάχα ένα βαθύ ηλεκτρισμένο γκρι αντιλαμβάνονται τα μάτια μας στο σκοτάδι.. Κάτι τέτοιο έβλεπα για πολλή ώρα μέχρι να καταφέρει η όρασή μου να προσαρμοστεί. Μακάρι να μη γινόταν ποτέ. Να παρέμενα αδαής. Χαμένος σε κείνους τους κόκκους που τρεμόπαιζαν, στην ευδαιμονία της απραξίας. Μα όχι, σιχαίνομαι τον εαυτό μου και που το σκέφτηκε αυτό. Δεν είναι σωστό. Έπρεπε να πάω εκεί, να βρω λίγα ξύλα. Για χάρη του. Το μοναδικό πράγμα που άξιζε σε αυτόν τον κόσμο. Την ιδέα να ψάξω εκεί μου την έδωσε ο κοντός και άσχημος φίλος μου που πάντοτε μας συντρόφευε. Η στριγκή φωνή του έμοιαζε με τρίξιμο πόρτας που έχει παρατηθεί στη σκουριά. «Εκεί να πας, άχρηστε» έκρωξε δίπλα στο αυτί μου. «Εκεί να πας να βρεις τα ξύλα.» Δε με ένοιαζαν οι προσβολές του γιατί πολύ απλά δεν ήταν προσβολές. Απλώς η πραγματικότητα. Τον ευχαριστούσα τον κακάσχημο που μου τα θύμιζε. Στρώσεις και στρώσεις κακών επιλογών, κακών σκέψεων, κακών πράξεων.

Ζωή

  Όλες εκείνες                                                                     οι πτώσεις                                                        οι μικρές                                           και                                                                                                          οι μεγάλες καθώς και                                                                           οι όποιες                                                             εκλάμψεις                                         είναι                                                                            αυτά                                                                                      που μας                            

Μίσος

Κατά τη διάρκεια του λήθαργου, οι λωποδύτες των ψυχών βγήκαν για κυνήγι. Θυμάμαι που σου είπα να με συναντήσεις στο πάτο του ματωμένου πηγαδιού. Κι εσύ έκλαψες δυνατά αλλά δεν άκουσα τίποτα και συνέχισες να με κοιτάς αηδιασμένη Καθώς η νύχτα αντανακλούσε τη βροχή, ήρθαν κι άλλες ηλιαχτίδες να με κάψουν αλλά δεν τις άφησα, είχαν ξερά χείλη. Άναψα ένα τσιγάρο, μεταμορφώθηκα σε ομιχλώδη καθρέφτη και άφησα να με καταραστούν οι άνθρωποι, να μη χτυπήσει ξανά εκείνη η καρδιά με τους γδούπους που ξεκουφαίνουν Ποιος ήταν εκείνος; Τι θα πει εκείνος; Γιατί συνεχίζεις να με κοιτάς ; Κάτι απροσδιόριστο μ’ ακούμπησε στο μπράτσο και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ακατέργαστοι πόθοι δεν πρόλαβα να τους σκεφτώ και εξαφανίστηκαν αμέσως προσβεβλημένοι από τη έλλειψη φιλοξενίας μου Ποιος τους είπε πως είχα ποτέ μου σπίτι; Μια μέρα θέλαμε να πεθάνουμε αλλά μάλλον ξεχάσαμε πως το είχαμε κάνει ήδη

Ιστός

  Αράχνες είμαστε που αιωρούμαστε στο κενό προσπαθώντας να υφάνουν τον ιστό τους στη γωνιά του κόσμου Προσδοκούμε να προλάβουμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας τον σκοπό μας πριν μια ριπή ανέμου μας πάρει μακριά και ταυτόχρονα να προσέξουμε μην πιαστούμε σα μύγες στον ίδιο μας τον ιστό

Οι επισκέπτες

Τους ξαναβρήκε ενώ έκανε βόλτα, μόνος του στο χιόνι. Το κοιτούσε που έπεφτε από ψηλά, γαλήνιο, χωρίς έγνοιες ή παράξενους συντρόφους. Τους ξαναβρήκε όταν κοίταξε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου, τους ξαναβρήκε στον δρόμο για το σπίτι. Δεν μίλησε αλλά κάτι γρατσουνούσε τους λοβούς των αυτιών του. Ήθελε να πετάξει μακριά αλλά ένιωθε μύγα χωρίς φτερά. Τον αναζητούσαν. Φώναξαν με ήχους καμένου χαρτιού. Εκείνος με πίσσα στη καρδιά και πέτρες τριγύρω του, τους αγνοούσε ηθελημένα. Αλλά εκείνοι συνέχιζαν. Πρόβαλλαν ολογράμματα που τρομοκρατούσαν. Δούρειους Ίππους του ασυνειδήτου. Έχοντας έρθει σε στενή επαφή και μελετώντας τα δαιμόνια εκείνα στο παρελθόν άφησε τις προκλήσεις να πέσουν στο κρύο πάτωμα δίχως να το σκέφτεται περαιτέρω. Αλλά γιατί κρύωνε κι αυτός ; Αργεί να ξημερώσει, η νύχτα θα είναι μακριά και βασανιστική. Οι επισκέπτες δεν πρόκειται να μπουν μέσα. Τέρμα οι ελεημοσύνες, οι αμφίδρομες. Τους βλέπει μέσα από το τζάμι μα το θολώνει με

Ενενήντα τοις εκατό

Ο Βίκτορ έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του, η κούραση της χτεσινής νύχτας έκανε τους μυς του να μοιάζουν με ζυμάρι, με δυσκολία τους κρατούσε τεντωμένους και κείνον όρθιο. Πόσες φορές είχε σηκωθεί; Τρεις, τέσσερις; Είχε μέρες να συμβεί τόσο έντονα, ο ήχος από τα κουδουνάκια που δεν σταμάτησαν να χτυπούν ακόμα αντηχούσε στ' αυτιά του. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού μα το ευχόταν, δεν ήταν άλλωστε η πρώτη μέρα ή νύχτα με τόσα συμβάντα. Αλλά ήταν τόσο απρόβλεπτη και αγχωτική η κατάσταση, που ώρες ώρες έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν όντως άξιζε τον κόπο και την αγωνία όλο αυτό. Γύρισε ενστικτωδώς και κοίταξε δίπλα του, την κλειστή πόρτα του μπάνιου, λες και μπορούσε η Έμιλυ να ακούσει τις σκέψεις του. Όχι, είπε από μέσα του, αξίζει. Για κείνη, για μας. Όφειλε να είναι δυνατός. Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και γένια λίγων ημερών. Δεν είχε διάθεση να ξυριστεί όμως, ευτυχώς τέτοια θέματα δεν είχαν σημ

Μυστήριες λέξεις

          Ζεστές φωνές ακούγονται πίσω από το κεφάλι του. Άλλοτε ψιθυρίζουν, άλλοτε ουρλιάζουν. Ρέουν, περιλούζουν, κατακεραυνώνουν, μπερδεύουν. Οι λέξεις ακόμα δεν έχουν εμφανιστεί. Κρύβονται επιμελώς μέσα στον ατμό, σαν τρομοκράτες του ασυνείδητου. Μπορεί να κουβαλούν ωδές τα μυστήρια του σύμπαντος τους φόβους της καρδιάς τίποτα Δε μιλά αυτός, μιλά το χάος, παλλόμενο, ευτυχισμένο που βρίσκεται στην παλίρροιά του τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια αντιδιαστολή Εκείνος είναι η άμπωτη, όχι για πολύ, θα ξεχειλίσει, που θα πάει. Περιμένοντας εκείνο το ευλογημένο πρωινό που θα διακτινιστεί, τα σπλάχνα του θα πυρώσουν, τα μάτια του θα αποκτήσουν μια μαγική λάμψη, θα γίνει κομήτης. Μα πρώτα, οι μεσσίες κηρύττουν τους επιθανάτιους ρόγχους τους σε ένα εκστασιασμένο κοινό που χειροκροτεί γιουχάροντας. Αυτές οι λέξεις θ’ αργήσουν να εμφανιστούν θα περιμένουν καρτερικά μέσα στον πονοκέφαλο ώσπου ε κ ρη ξ η !;

Χορός

          Τη βλέπει, απομακρύνεται, απομακρύνεται, δεν μπορεί να τη φτάσει. Έγινε ένα με τ’ άστρα, τις ουτοπίες. Το μόνο που βλέπει είναι δύο σκελετούς, με τις μάσκες της τραγωδίας φορώντας να κείτονται πλάι στη λίμνη, πιασμένοι χέρι- χέρι. Αυτή είναι η ζωή του Υποφέρουμε επειδή ελπίζουμε Ελπίζουμε επειδή αγαπάμε Υποφέρουμε επειδή αγαπάμε Η χαρούμενη μάσκα αναφωνεί: Ας πυροβολήσουμε επιτέλους αυτό το βδελυρό σεντόνι που μας καλύπτει κι ας αναπνεύσουμε βγάζοντας τα ρουθούνια μας από τις τρύπες! Η λίμνη ταράχτηκε Η λυπημένη μάσκα ψιθύρισε: Εθελούσια λύτρωση ή δια της βίας εξόντωση- υποχώρηση; Η λίμνη πάγωσε Άρρωστος , διαλυμένος, να βήχει και να δυσφορεί και η μάχη να μαίνεται. Ονειρεύτηκε ξύπνιος. Το πώς ήταν η ζωή του δυο ώρες πριν. Μια στιγμιαία τραγωδία αρκεί Βγήκε έξω απλά για να δει, μετά μπήκε ξανά μέσα. Το αυτονόητο τραυματίζεται Το αυτονόητο ψυχορραγεί Το αυτονόητο δεν υπάρχει πια Το σάβανο σκίστηκε! Ας πανηγυρίσουμε, ας παρελάσουμε, κρατώντας τα μπαστο

ΣΝΑΕΣ

Το δωμάτιο είχε μια ατμόσφαιρα βαριά, σαν αιωρούμενη πάχνη και μύριζε εξίσου βαριά. Κάτι σαν λιβάνι με μια υποψία κόλιανδρου, ένα παράξενο μείγμα για τα άπειρα ρουθούνια μου. Δεν ξέρω αν ήταν της φαντασίας μου όλα αυτά. Ίσως και να ήταν, καθώς ο διάμεσος δεν είχε έρθει ακόμη. Μάλλον ανυπομονούσα τόσο πολύ για αυτή τη συνάντηση που οι αισθήσεις μου είχαν τρελαθεί και ένιωθα πράγματα πριν καν συμβούν. Ωστόσο θα μπορούσα να ορκιστώ πως αν κουνούσα το χέρι μου θα έβλεπα τον αέρα να αναδεύεται μπροστά στα μάτια μου, να στροβιλίζεται και να σπρώχνει μικρά κρύα ρεύματα στα μάγουλά μου. Αυθυποβολή το λένε νομίζω. Να αισθάνεσαι πράγματα επειδή επιθυμείς κάτι σφόδρα. Αυτή η διαδικασία βέβαια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη σε καμία περίπτωση. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου υπήρξε μια επιτυχής επικοινωνία αλλά οι παράμετροι ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την έκβαση μιας τέτοιας τελετής. Ούτε καν ο διάμεσος. Τον γνώρισα πριν λίγες ημέρες και ευλογώ την τύχη μου γι’ αυτ