Αναρτήσεις

Μνημοσμή

  Η Καρίν προσγειώθηκε σε μία από τις κενές θέσεις του διαστημοδρομίου, ανάμεσα σε δύο άλλα σκάφη αρκετά μεγαλύτερα από το δικό της. Το ταξίδι ήταν κουραστικό και οι μυς της απαιτούσαν τέντωμα. Επτά μέρες παραχωμένη σε έναν χώρο που θύμιζε περισσότερο μακρόστενη ντουλάπα δεν ήταν ιδανικό για το σώμα της. Το στομάχι της επίσης ήθελε πράγματα: Κανονικό φαγητό, όχι άλλες μερίδες τεχνητού πολτού. Όσες διαφορετικές γεύσεις και να είχε, παρέμενε μια αναγκαστική ταξιδιωτική αηδία. Σηκώθηκε από το φθαρμένο, μαύρο κάθισμα και άρχισε να τρίβει τους μηρούς της. Το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού ήταν δύσκολο λόγω της ζώνης των αστεροειδών που δέσποζε στο σύστημα αυτό, αλλά κυρίως λόγω των πυκνών σύννεφων που έντυναν τον πλανήτη. Η προσγείωση είχε υπερκορέσει το αίμα της με αδρεναλίνη. Οι αισθητήρες και ο κινητήρας του μικρού επιβατικού της δεν συγκρίνονταν με αυτά των εμπορικών αστρόπλοιων. Χρειαζόταν μεγαλύτερη προσήλωση και προσπάθεια, αλλιώς δεν ήταν απίθανο να κατέληγε ένα παγωμένο πτώμα σε

Τσιμέντο

Περπατούσα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, γνώριμό μου πλέον όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν μαζί με έναν φίλο μου. Όχι και τόσο γνώριμο, πραγματικά, αλλά οικείο αρκετά ώστε να μπορούμε να ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες σχετικά με κοινά μας ενδιαφέροντα. Δεν ξέρω αν είχε σημασία για όλο αυτό ο τόπος ή οι συνθήκες. Μάλλον όχι. Δηλαδή θα συνέβαινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αυτό το πράγμα και σε κάποιον άλλον δρόμο που θα τύχαινε να περπατώ. Λιγότερο γνωστό, παρέα με κανέναν πλην από τις χωρίς τελειωμό σκέψεις μου. Αλλά χαίρομαι που συνέβη σε κείνον τον δρόμο παρ' όλα αυτά. Ο ρυθμός μας ήταν σχετικά γρήγορος, θυμάμαι. Δεν ήταν ώρα αιχμής, συνεπώς ο κόσμος ακόμα ήταν λιγοστός. Απλά περπατούσαμε, χωρίς να μιλάμε. Κάναμε μικρές παρακάμψεις όποτε συναντούσαμε άτομα στο διάβα μας. Και μετά συνεχίζαμε. Γρήγορα, ασταμάτητα, λες και ο δρόμος εκτεινόταν μέχρι τον ορίζοντα. Τα κτίρια εκατέρωθεν ήταν θολά, θυμάμαι εκ των υστέρων. Κάποια στιγμή, ο φίλος μου γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου κα

Το δίλημμα της χρυσαλλίδας

Είναι εξίσου θελκτικό, άραγε, για τη χρυσαλλίδα να λιώσει να μεταμορφωθεί να βγει από το κουκούλι ως κάτι άλλο, μεγαλειώδες, ολοκληρωμένο, χαρούμενο με το να λιώσει να θρυμματιστεί να βγει στο επέκεινα ως κάτι άλλο, μεγαλειώδες, ολοκληρωμένο , χαρούμενο. Είναι;  

Το άγγιγμα

Η Άλις γέλασε παιχνιδιάρικα, καθώς είδε το στρογγυλό πρόσωπό της να παραμορφώνεται στην κυρτή επιφάνεια της Χριστουγεννιάτικης μπάλας. Απομάκρυνε και πλησίαζε ξανά το στολίδι και η εικόνα της γινόταν ακόμα πιο αστεία. Έμοιαζε με χοντρό ψάρι. Ήταν μια γυαλιστερή κόκκινη μπαλίτσα, πασπαλισμένη με λίγες νιφάδες χρυσόσκονης. Αφού την περιεργάστηκε λίγο ακόμη, την κρέμασε προσεκτικά στο δέντρο. Ακόμα δεν υπήρχαν πολλά πράγματα πάνω του, σύντομα όμως θα γέμιζε χρώματα και φως, όπως κάθε χρόνο. Φέτος έφτανε ένα κλαδί ψηλότερα, κάτι που την έκανε χαρούμενη. Σύντομα θα έβαζε το αστέρι στη κορυφή μόνη της. Τοποθέτησε κι άλλες μπάλες στο πλαστικό έλατο, και μικρούς αγιοβασίληδες και έλκηθρα και κουτάκια με δώρα που μόνο άνθρωποι που χωρούσαν στη χούφτα της θα μπορούσαν να απολαύσουν. Άκουσε βήματα πίσω της, για την ακρίβεια σούρσιμο ποδιών στη μοκέτα. Ο μπαμπάς της την πλησίασε και κοίταξε το δέντρο. Ξεκρέμασε μία μικρή πράσινη μπάλα και την έβαλε σε ένα πιο ψηλό κλαδί. «Εκεί είναι καλύτερα»,

Ο θρίαμβος της σάρκας

Ι Δυο αδέλφια, σιαμαία κάποτε χωρισμένα από ένα βρώμικο νυστέρι σε εξουθενωτικό πόλεμο ξινή ζάχαρη, υπεροπτικά μειδιάματα. Εμπρός λοιπόν φίλοι μου, θρηνήστε θρηνήστε και υποκριθείτε αυτό άλλωστε κοιτάνε οι άψυχες κόρες! ΙΙ Φτιάξε ένα γλυπτό από κρέας και αίμα χάραξε το, μάθε το να περπατάει μάθε το να μιλάει, να φέρεται. Μετά πέτα το στο δρόμο άστο να ονειροπολεί, νομίζοντας πως οι προθέσεις αρκούν για ν' αγαπήσεις κάτι που δε μπορείς ν' αγγίξεις.

Ιέρεια

Έλα και αφαίρεσε την πανούκλα από τα σπλάχνα μου αυτή που φύτεψα μόνος μου το μελάνι στάζει σαν αίμα και συ, Ιέρεια της Ίσιδας, απρόσιτη, γοητευτική σχεδόν ανύπαρκτη πήρες την κλεψύδρα και την έσπασες στο πάτωμα φύσηξες τους κόκκους στο στόμα μου αλλά δε μ' ένοιαξε Θα μπορούσα να ταξιδέψω ως εσένα αλλά θα γυρνούσες το κεφάλι και θα μου έλεγες πως δεν υπάρχεις, πως όλα οφείλονται στην αρρώστια ίσως να είναι αλήθεια Τι άραγε να προσκυνούσαν οι σκλάβοι μια ντουζίνα χρόνια τότε; Έναν ενδοιασμό, μια δειλία, μια γαμημένη ανάγκη; Μπορεί να παραμιλώ αιώνια, να συνεχίσω να σου λέω να προσέχεις ουρλιάζοντας απ' το σπασμένο μου μνημείο της υστεροφημίας αλλά δεν θα πιστέψω πως δεν υπήρξες ποτέ.  

Λευκό νερό

Το πρόσωπό του έμοιαζε γαλάζιο, υπό το φως της μεγάλης οθόνης του υπολογιστή που δέσποζε μπροστά του. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από τον ενθουσιασμό, οι βολβοί κινούνταν νευρικά, παρατηρώντας όλη την έκταση της οθόνης, λες και βρισκόταν σε REM ύπνο. Μην τυχόν χάσει καμία λεπτομέρεια. Το δύσκολο δεν ήταν να παρέμβει στη λειτουργία των καμερών ασφαλείας ώστε να έχει ζωντανή κάλυψη των εγκαινίων, αλλά να μπορέσει να δει τα πάντα. Το νέο εμπορικό κέντρο από κάθε πιθανή γωνία, πρώτος μαζί με τους λίγους και εκλεκτούς καλεσμένους. Το νερό από τα κανάλια ανάμεσα στα κτίρια να φωτίζεται από τους προβολείς. Να γευτεί τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Το μυαλό του να ξεφαντώσει με την ροή των πληροφοριών. Μία γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο τον πληροφόρησε πως η θέση του νεοσύστατου εμπορικού κέντρου μόνο τυχαία δεν ήταν. Εκεί, κάποτε, υπήρχε η παλιά αγορά. Ένας δρόμος μήκους σχεδόν δύο χιλιομέτρων, ονόματι Τσιμισκή. Η απόφαση για την κατασκευή μικρών τεχνητών νησιών πάνω από τις καλυμμέ