Μίσος

Κατά τη διάρκεια του λήθαργου, οι λωποδύτες των ψυχών βγήκαν για κυνήγι. Θυμάμαι που σου είπα να με συναντήσεις στο πάτο του ματωμένου πηγαδιού. Κι εσύ έκλαψες δυνατά

αλλά δεν άκουσα τίποτα

και συνέχισες να με κοιτάς

αηδιασμένη


Καθώς η νύχτα αντανακλούσε τη βροχή, ήρθαν κι άλλες ηλιαχτίδες να με κάψουν αλλά δεν τις άφησα, είχαν ξερά χείλη. Άναψα ένα τσιγάρο, μεταμορφώθηκα σε ομιχλώδη καθρέφτη και άφησα να με καταραστούν οι άνθρωποι, να μη χτυπήσει ξανά εκείνη η καρδιά με τους γδούπους που ξεκουφαίνουν

Ποιος ήταν εκείνος;

Τι θα πει εκείνος;

Γιατί συνεχίζεις να με κοιτάς

;


Κάτι απροσδιόριστο μ’ ακούμπησε στο μπράτσο και δεν μπορούσα να μιλήσω.

Ακατέργαστοι πόθοι

δεν πρόλαβα να τους σκεφτώ και

εξαφανίστηκαν αμέσως

προσβεβλημένοι από τη έλλειψη φιλοξενίας μου

Ποιος τους είπε πως είχα ποτέ μου σπίτι;


Μια μέρα θέλαμε να πεθάνουμε αλλά μάλλον ξεχάσαμε πως το είχαμε

κάνει ήδη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό