Ενενήντα τοις εκατό

Ο Βίκτορ έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του, η κούραση της χτεσινής νύχτας έκανε τους μυς του να μοιάζουν με ζυμάρι, με δυσκολία τους κρατούσε τεντωμένους και κείνον όρθιο. Πόσες φορές είχε σηκωθεί; Τρεις, τέσσερις; Είχε μέρες να συμβεί τόσο έντονα, ο ήχος από τα κουδουνάκια που δεν σταμάτησαν να χτυπούν ακόμα αντηχούσε στ' αυτιά του. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού μα το ευχόταν, δεν ήταν άλλωστε η πρώτη μέρα ή νύχτα με τόσα συμβάντα. Αλλά ήταν τόσο απρόβλεπτη και αγχωτική η κατάσταση, που ώρες ώρες έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν όντως άξιζε τον κόπο και την αγωνία όλο αυτό. Γύρισε ενστικτωδώς και κοίταξε δίπλα του, την κλειστή πόρτα του μπάνιου, λες και μπορούσε η Έμιλυ να ακούσει τις σκέψεις του. Όχι, είπε από μέσα του, αξίζει. Για κείνη, για μας. Όφειλε να είναι δυνατός.

Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και γένια λίγων ημερών. Δεν είχε διάθεση να ξυριστεί όμως, ευτυχώς τέτοια θέματα δεν είχαν σημασία στο γραφείο. Μονάχα το θαυμαστό όργανο μέσα στο κρανίο του. Έφτιαξε τα σκούρα καστανά μαλλιά του με χωρίστρα στη μέση αν και δεν του πήγαιναν καθόλου και έσπασε και ένα σπυράκι στη δεξιά μεριά του μετώπου του. Σκούπισε με λίγο χαρτί τη μικρή φυσαλίδα αίματος που εμφανίστηκε. Τέλεια. Καλού κακού ας υπήρχε συμμετρία κι ας τον έλεγε η Έμιλυ προληπτικό. Λογικά δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, ήταν απλά μια αυθυποβολή ώστε να νιώθει όσο το δυνατόν ότι έχει τον έλεγχο. Έστω και έτσι όμως ήταν χρήσιμο για την ψυχολογία τους. Ήξερε ότι η Έμιλυ τηρούσε τη συμμετρία μόνο μπροστά του, για να τον καθησυχάζει. Μετά από οκτώ χρόνια γάμου και άλλα τρία σχέσης την ήξερε τόσο καλά. Ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Μακάρι να πήγαιναν τα πράγματα καλά. Μακάρι.

Αφέθηκε για λίγο, η αντανάκλαση του έγινε όλο και πιο λεπτομερής, όλο και πιο αληθινή, τόσο που σχεδόν δεν την αναγνώριζε, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα μαλλιά του γέμισαν γκρίζες τρίχες. Τότε ακούστηκε η φωνή της Έμιλυ και κατόπιν η πόρτα του μπάνιου να βροντάει. Πετάχτηκε ξανά μέσα στην πραγματικότητα.

«Μωρό μου άνοιξε, βρήκα το ροζ κραγιόν μου πάνω στο κρεβάτι, δε ξέρω πόση ώρα ήταν εκεί!»

Ο Βίκτορ ξεκλείδωσε την πόρτα με τα χέρια του να τρέμουν και η Έμιλυ όρμησε μέσα, εκείνος κόλλησε στον τοίχο ώστε να μην την εμποδίσει. Η Έμιλυ άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα από τον καθρέφτη και τοποθέτησε το κραγιόν στο δεύτερο ράφι, πάνω από το ορφανό μαύρο περίγραμμα. Το χέρι της έτρεμε επίσης, ήταν ελαφρώς λαχανιασμένη. Κοιτάχτηκαν καλά καλά. Έπειτα την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μέτωπο.

«Υπομονή», της είπε.

«Το πρωινό είναι έτοιμο, έλα γιατί θα αργήσεις.»

Ο Βίκτορ ένευσε καταφατικά. Ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε στην κουζίνα.

«Δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί άλλη ρύθμιση προς το παρόν αλλά μην ξεχάσεις να συγχρονίσεις την μικρή αν βγεις από το σπίτι», είπε μασώντας τηγανιτό αυγό.

Η Έμιλυ τον κοίταξε και αναστέναξε καλοπροαίρετα, το ποτήρι με τον χυμό πορτοκάλι που κρατούσε έμεινε στην μέση της διαδρομής προς το στόμα της.

«Ναι μωρό μου, δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίζεις κάθε φορά. Δεν το ξεχνάω, πώς μπορώ να το ξεχάσω;»

«Μια φορά γίνεται το κακό. Το ξέρω ότι είμαι υπερβολικός, συγγνώμη.»

Του χάιδεψε το πίσω μέρος του κεφαλιού του, ένιωσε τα νύχια της να γρατζουνούν απαλά το δέρμα του, κάτι που ήταν πιο ευεργετικό από τον καφέ. Ένιωσε το αίμα του να μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια του.

«Πάω τώρα να την συγχρονίσω να σου φύγει το άγχος, εντάξει; Θα πάω στο σούπερ μάρκετ πιο μετά.»


Αφού βεβαιώθηκε ότι και η δική του ατομική συσκευή έγραφε τον ίδιο αριθμό με την μεγάλη που δέσποζε στην ντουλάπα του κοινού τους γραφείου, κρυμμένη από αδιάκριτα μάτια, και η εμβέλειά της ήταν επαρκής την έβαλε στην τσάντα ώμου του. Μετά κατέβηκε στην κουζίνα, έδωσε ένα φιλί στην Έμιλυ και βγήκε στον δρόμο με τους παλμούς του να ανεβαίνουν αυτόματα, από συνήθεια, λες και ήταν αγοραφοβικός.


Επέστρεψε στο σπίτι αργά το απόγευμα γεμάτος ενθουσιασμό, κυριολεκτικά μετρούσε τις ώρες μέχρι να σχολάσει από το πρωί που το πείραμά τους στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Πώς δεν το είχε σκεφτεί ο ίδιος πιο πριν; Λογικά θα πετύχαινε και στο σπίτι τους, κάτι που σίγουρα θα ανέβαζε τις πιθανότητες επιτυχίας και θα του χάριζε πιο ήσυχες νύχτες.

Η Έμιλυ ήταν μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού δίπλα στον στον καναπέ και έβγαζε σέλφι με το κινητό της, είδε τον εαυτό του να μπαίνει στο πλάνο της. Του χάρισε ένα χαμόγελο το οποίο της το ανταπέδωσε διπλό. Πήγε προς το μέρος του και τον φίλησε. Έκατσαν στον καναπέ, η Έμιλυ ξάπλωσε βάζοντας τα πόδια της πάνω στα δικά του και εκείνος έτριψε τις γάμπες και τους αστραγάλους της, κάτι που την έκανε να βογκήξει όλο ευχαρίστηση. Αν ήταν γάτα θα γουργούριζε κιόλας, σκέφτηκε.

«Έγραψα δύο κεφάλαια σήμερα, πήγε πολύ καλά, είχα έμπνευση. Λίγο το σαλόνι έφυγε από την θέση του το μεσημέρι, του είπε, αλλά ήμουν μπροστά και το διόρθωσα αμέσως. Δε νομίζω ότι έγινε κάτι άλλο. Κανένα πρόβλημα και στα ψώνια μου. Λίγο κουράστηκα βέβαια.»

Της φίλησε το χέρι, κρύβοντας την απογοήτευσή του για το λάθος των πρωινών του υπολογισμών και την ύπαρξη συμβάντος. Δεν είχε όμως σημασία.

«Έχω καλά νέα, είπε με την φωνή του να λεπταίνει. Κάναμε επιτέλους πείραμα ξανά, μετά από βδομάδες. Η άλλη ομάδα πρότεινε να δοκιμάσουμε να παίξουμε με την εμβέλεια, είπαν ότι οι προσομοιώσεις που έτρεξαν ήταν όλες πετυχημένες. Καμία παρέκκλιση για δώδεκα ώρες, μόνο δύο παρεκκλίσεις μέσα στις επόμενες τέσσερις. Και σε περιβάλλον ογδόντα τρία τοις εκατό συμβατό, όπως είναι και το δικό μας. Και αυτό επετεύχθη απλά με πενήντα τοις εκατό μείωση της εμβέλειας!»

«Ναι, αλλά εσείς πειραματίζεστε σε ένα δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων, πώς θα το εφαρμόσεις στο σπίτι μας, δε γίνεται να μειωθεί η εμβέλεια στο μισό. Δεν θα μπορούμε να ζήσουμε, άσε που...καταλαβαίνεις...»

«Δεν θα μειώσω τόσο πολύ την εμβέλεια προφανώς. Νομίζω ένα δέκα με είκοσι τοις εκατό είναι αρκετό, θα το τσεκάρω με τα σχέδια του σπιτιού μετά. Μόνο κάποιες γωνιές και σημεία που δεν πολυπερνάμε από εκεί θα επηρεαστούν, μην ανησυχείς. Θα τα σημαδέψω κάπως για να προσέχουμε. Η καθημερινότητά μας θα βελτιωθεί πολύ αν μειωθούν τα περιστατικά.»

«Και όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο σημαντικό είναι. Ναι μωρό μου, κάντο και μακάρι να πιάσει» είπε η Έμιλυ και κοίταξε ασυναίσθητα προς μια κενή γωνία του σαλονιού δίπλα από την τηλεόραση.


Αφού έφαγαν το ψητό κοτόπουλο που είχε μαγειρέψει η Έμιλυ, ο Βίκτορ έπλυνε τα πιάτα με βιασύνη μικρού παιδιού που πλησιάζει η ώρα του παιχνιδιού και μετά έβγαλε από την ντουλάπα τη συσκευή και τον υπολογιστή που ήταν συνδεδεμένη και τα ακούμπησε στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα. Στο ενδιάμεσο έτρεξε να βάλει στην θέση του το αντίγραφο του Μονέ που είχε βρεθεί στο μπάνιο, ευτυχώς ήταν η Έμιλυ μέσα και το πήρε είδηση έγκαιρα. Έλεγξε ξανά το σπίτι επί τη ευκαιρία, τα περιγράμματα που είχαν σχεδιάσει με μαρκαδόρο γύρω από τα μικρά αντικείμενα ήταν πολύ καλή ιδέα τελικά.

Έβγαλε τις σημειώσεις που είχε αντιγράψει κρυφά από την δουλειά του. Τον έπιανε πονοκέφαλος όσο σκεφτόταν πόσο χρόνο του είχε φάει όλο αυτό, πόσο άγχος κάθε φορά, μερικές σελίδες την βδομάδα μέχρι όλα τα σχέδια και ο αλγόριθμος να ήταν στα χέρια του και να μπορούσε να κατασκευάσει την δική του συσκευή. Δεν μπορούσε απλά να τα στείλει ηλεκτρονικά, θα τον έπιαναν. Αλλά οι πατροπαράδοτες μέθοδοι ήταν αποτελεσματικές και διακριτικές παρά το μειονέκτημα του χρόνου.

Ρύθμισε αρχικά τις παραμέτρους της συσκευής. Η μείωση της εμβέλειας ήταν κάτι απλό σχετικά αλλά έπρεπε να λάβει υπ' όψιν του και τις δεκάδες παραμέτρους του αλγόριθμου που έτρεχε αδιαλείπτως, ένας άρρυθμος χορός βελτιστοποίησης με αυτών της συσκευής, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα. Θα ήταν μοιραία μια λάθος εκτίμηση, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική αστάθεια, έως και κατάρρευση. Του πήρε μερικές ώρες, δούλευε επίτηδες αργά ώστε να είναι απολύτως σίγουρος για τις αλλαγές που έκανε και για να αποτρέψει την κούραση από το να επιβάλλει τις παράλογες απόψεις της στο σώμα του. Το ποσοστό μείωσης της εμβέλειας επηρέασε ακριβώς τα σημεία που είχε προβλέψει αν και η εξώπορτα πλέον δεν άνηκε σ' αυτούς. Όμως θα είχαν πάνω τους τις ατομικές τους συσκευές και συνεπώς η εμβέλεια αυτών θα κάλυπτε το κενό όποτε έμπαιναν και έβγαιναν από το σπίτι. Δεν θα υπήρχε θέμα. Αναρωτήθηκε αν και πότε θα έλεγε την ιδέα του για τις περιφερειακές ατομικές συσκευές στη δουλειά. Σίγουρα θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προόδου που θα οδηγούσε σε εξερεύνηση των παράλληλων κόσμων αλλά ακόμα φοβόταν ότι κάπως θα τον καταλάβαιναν αν του ερχόταν «ξαφνικά» μια τέτοια ιδέα με έτοιμες τις προδιαγραφές. Αλλά είχε υπομονή, αν κάτι είχε σίγουρα αυτό ήταν υπομονή. Και την αγάπη του για αυτήν. Και αυτή την ανείπωτη επιθυμία που τους είχε οδηγήσει στην τρελή αυτή κατάσταση.

Όταν πήγε στο κρεβάτι, η Έμιλυ διάβαζε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το πορτατίφ δίπλα της έκανε το δέρμα της να λάμπει ακόμα πιο πολύ.

«Φαίνεται σταθερό, της είπε χαμηλόφωνα. Αλλά έβαλα και τα κουδουνάκια καλού κακού». Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έγειρε προς το μέρος της.

«Καλού κακού», επανέλαβε η Έμιλυ με ένα γλυκό χαμόγελο αφήνοντας το βιβλίο άτσαλα στο κομοδίνο, το οποίο έπεσε αμέσως μετά στο πάτωμα. Τον αγκάλιασε και του δάγκωσε ελαφρά το αυτί.

Ο Βίκτορ ένιωσε τους παλμούς του να ανεβαίνουν, μια ζεστασιά να απλώνεται μέσα του. Άρχισε να την φιλάει με θέρμη. Στο στόμα, στον λαιμό, στο στήθος, στη φουσκωμένη της κοιλιά, ανάμεσα στα πόδια.

Έκαναν έρωτα αργά αλλά οι φωνές τους ήταν δυνατές, αντηχούσαν στο σπίτι, έφταναν μέχρι έξω στην γειτονιά, ίσως και ακόμα παραπέρα.


«Πιστεύεις όντως ότι θα πιάσει;» είπε η Έμιλυ ενώ το λαχάνιασμα της υποχωρούσε, τα μάγουλα της ήταν ακόμα αναψοκοκκινισμένα. Είχε ξαπλώσει στο πλάι.

Ο Βίκτορ την κοίταξε και χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά, λάτρευε την έκφραση που έπαιρνε μετά το σεξ. Της πήγαινε το κοντό καρέ τελικά, θα της πρότεινε να το κρατήσει ακόμα και μετά την επίτευξη της σταθερότητας, όχι απλά επειδή έτσι ήταν τα μαλλιά της άλλης. Η ερώτησή της τού έμπηγε βελόνες στο μυαλό. Η κούραση τον έκανε να νιώθει ότι βουλιάζει μέσα στο στρώμα σα να ήταν φτιαγμένο από κινούμενη άμμο. Να της απαντούσε απολύτως ειλικρινά, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να ξέρει με βεβαιότητα; Ότι το να καταφέρεις να βάλεις ένα κομμάτι μιας άλλης πραγματικότητας πάνω στην δική σου, να εκμεταλλευτείς τις διαφορές του με την δικιά σου και να το σταθεροποιήσεις ήταν κάτι το τρομακτικά δύσκολο και οι συνέπειές του απρόβλεπτες; Ή να συνέχιζε με τους καθιερωμένους ευσεβείς του πόθους που όμως είχαν μια βάση, έτρεφαν την ελπίδα μέσα του;

«Με την ρύθμιση που έκανα θεωρώ ότι θα εξασφαλίσουμε την σταθερότητα που χρειαζόμαστε τους επόμενους δύο μήνες, είπε τελικά. Μετά, το μωρό θα αυξήσει τη συμβατότητα πάνω από το ενενήντα τοις εκατό και αυτό θα λειτουργήσει σαν πινέζα. Το κομμάτι της πραγματικότητάς τους θα γίνει ένα με το δικό μας. Τα συμβάντα θα ελαχιστοποιηθούν, μη σου πω ότι θα σταματήσουν κιόλας. Δεν θα χρειαζόμαστε ούτε τις ατομικές μας συσκευές.»

Η Έμιλυ χάιδεψε την κοιλιά της.

«Τι να σκέφτονται άραγε, που δεν μπορούν να μπουν στο σπίτι τους...»

«Δε μας νοιάζει, σίγουρα ο άλλος μου εαυτός θα κατάλαβε ότι το φαινόμενο έχει να κάνει με τα πειράματα στη δουλειά του αλλά εκεί ακόμα είναι πολύ πίσω σε σχέση με μας. Θα άφησαν πίσω τους το σπίτι που μοιάζει περιφραγμένο με πλεξιγκλάς και θα βρήκαν ένα άλλο κάπου δίπλα. Μοιάζουν πολύ τα κτίρια στη γειτονιά, εξού και η πτώση της συμβατότητας αν θυμάσαι πριν πέντε μήνες περίπου. Αρχικά ήμασταν στο ογδόντα πέντε τοις εκατό.»

«Δε ξέρω, τους λυπάμαι κάπως... είναι εμείς ουσιαστικά.»

«Μια χαρά θα τα πάνε αγάπη μου. Και τις δουλειές τους έχουν ακόμα και το παιδί τους. Θα παραμείνουν ευτυχισμένοι.»

«Και αν προσπαθήσουν στο μέλλον να επαναφέρουν το κλεμμένο κομμάτι του κόσμου τους;»

Έσκυψε ελαφρά και την φίλησε στο μέτωπο. Τον ρωτούσε πάντα τα πράγματα που φοβόταν πιο πολύ, αυτά που ήταν εντελώς εκτός του πεδίου ελέγχου του. Ένιωθε ότι αν υπήρχε Θεός τον περιγελούσε εκείνη την ώρα, που προσπαθούσε σα παιδί να παίξει με τα παιχνίδια των μεγάλων.

«Δεν θα μπορέσουν, θα έχουμε επιτύχει τέτοια σταθερότητα που τα πειράματά τους θα αποτυγχάνουν. Κοιμήσου αγάπη μου, όλα θα πάνε καλά, θα δεις.»

«Αυτό θέλω να σκέφτομαι βρε μωρό μου αλλά ώρες ώρες δε μπορώ, πραγματικά, με πιάνει μια απαισιοδοξία, μια κόπωση ψυχική, με κυριεύει ο φόβος πως δεν θα τα καταφέρουμε και δεν...»

Η φράση της έμεινε μισή και τα μεγάλα καστανά μάτια της μούσκεψαν. Την πήρε στην αγκαλιά του και την καθησύχασε με χάδια και φιλιά ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Ο πόνος στην καρδιά του τού έφερνε δάκρυα και αυτού αλλά τα συγκράτησε. Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να κοιμηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Χωρίς κουδουνάκια.


Το όνειρο του ήταν βγαλμένο από τη μηχανή παραγωγής γλυκανάλατων κλισέ αλλά καθόλου δεν τον πείραζε αυτό, την ποθούσε αυτή την εικόνα, τον έκανε ευτυχισμένο, γιατί να του το απαγορεύσει κάποιος αυτό; Ήταν καθισμένος σε μια κουβέρτα στο γρασίδι, μέσα σε ένα τεράστιο πάρκο με ψηλά δέντρα. Δίπλα του η Έμιλυ, στην αγκαλιά της είχε την κόρη τους, όμορφη σαν τη μαμά της. Διάφορα φαγητά και χυμοί στόλιζαν το καρώ μοτίβο της κουβέρτας. Έπαιζαν με την μικρή, γελούσαν, έτρωγαν και φιλιόντουσαν στο στόμα. Τα επίπεδα ντοπαμίνης στον εγκέφαλό του είχαν ανέβει ψηλά, ένιωθε ότι θα πετούσε από στιγμή σε στιγμή.

Ξαφνικά ένα τράνταγμα συντάραξε το δάσος, τα δέντρα λύγισαν σα να ήταν από καουτσούκ, το έδαφος έγινε καμπύλο λες και έτσι γεννιόντουσαν οι λόφοι και οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα. Ξανά ένα τράνταγμα, ακόμα πιο ισχυρό αυτή τη φορά, σαν σεισμός Αποκάλυψης, τα πάντα φωτίστηκαν απόκοσμα. Ξύπνησε.

Τα μάτια του είδαν θολά την Έμιλυ να στέκεται από πάνω του, το πρόσωπό της παραμορφωμένο. Πετάχτηκε πάνω, αγνοώντας την κούραση που διαπίστωσε ότι δεν είχε φύγει από πάνω του. Ήταν πρωί, το φως έμπαινε δυνατό από το παράθυρο. Μια νύχτα χωρίς συμβάντα, σκέφτηκε για μια στιγμή. Αλλά η έκφραση της Έμιλυ άλλα πράγματα πρόδιδε. Πριν προλάβει να τη ρωτήσει τι συνέβη, άκουσε τον γδούπο. Γροθιά πάνω σε ξύλο. Η εξώπορτα. Βροντούσε. Δύο χτυπήματα. Τρία. Πέντε. Ύστερα μεταλλικοί ήχοι, η πόρτα άνοιξε. Ήχος ξύλου πάνω σε πλεξιγκλάς. Βίαια χτυπήματα. Μια φωνή που ακουγόταν σα να έβγαινε από φτηνιάρικο ηχείο βουτηγμένο μέσα σε νερό.

«Άνοιξε διάολε, άφησε μας να μπούμε μέσα, δικό μας είναι γαμώτο!»

Ο άλλος του εαυτός πάλευε να μπει στο σπίτι, το σημείο που είχε αφήσει εκτεθειμένο η μειωμένη εμβέλεια της συσκευής λειτούργησε προς όφελός του. Δεν τα είχε παρατήσει άρα, η υπομονή ήταν δυνατό σημείο και σ' αυτόν. Ογδόντα τρία τοις εκατό ομοιότητα, μπορεί και παραπάνω. Ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι και δοκίμαζε να μπει, υπέθεσε ο Βίκτορ. Ήταν παράξενο να νιώθει μίσος για τον εαυτό του, το ίδιο θα έκανε όμως και αυτός αν του είχαν κλέψει το σπίτι με τέτοιο τρόπο. Θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το πάρει πίσω, έστω και αν ήταν μάταιο ή παράλογο.

Η Έμιλυ ήταν πανικοβλημένη, έτρεμε σύγκορμη. Την αγκάλιασε και τη φίλησε.

«Δεν μπορεί να μπει μέσα, μην ανησυχείς αγάπη μου. Θα πάω να αυξήσω λιγάκι την εμβέλεια και θα είμαστε εντάξει.»

Έπεσαν απότομα πάνω στο κρεβάτι, το οποίο είχε βρεθεί εκεί που στέκονταν. Ο Βίκτορ διαπίστωσε ότι όλο το δωμάτιο είχε μετακινηθεί κατά λίγο, είδε το σεσουάρ της Έμιλυ πάνω στο κρεβάτι κι αυτό, η βαφή μαλλιών του πάνω στο κομοδίνο του, το πορτατίφ της Έμιλυ στο πάτωμα. Μια συμφωνία από κουδουνάκια ακουγόταν από το σαλόνι. Δεν ήταν δυνατόν τόσα περιστατικά μαζεμένα, μήπως η φωνή του άλλου που διέρρεε στην δική τους πραγματικότητα να προκαλούσε την αποσταθεροποίηση; Μάλλον ναι. Έπρεπε να βιαστεί.

Κατεβαίνοντας στο σαλόνι, είδε τα έπιπλα να αλλάζουν συνεχώς θέση. Άλλοτε πήγαιναν λίγο πιο δίπλα, άλλοτε πιο πολύ. Αντικείμενα εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν. Η καρδιά του χτυπούσε άρρυθμα, λες και αυτή είχε φύγει από την θέση της. Γρήγορα. Την εμβέλεια.

«Καταραμένε εγωιστή», η φωνή ακούστηκε το ίδιο παραμορφωμένη αλλά δυνατή τώρα, η πόρτα ήταν μερικά μέτρα πιο δίπλα του άλλωστε. Ο Βίκτορ δεν τόλμησε να κοιτάξει προς τα εκεί αν και η περιέργειά του ήταν μεγάλη.

Ανέβηκε ξανά στον πάνω όροφο, δυο δυο τα σκαλιά. Πήγε τρέχοντας στην ντουλάπα, γύρω του το σπίτι έμοιαζε με σκηνικό ταινίας με φαντάσματα. Προσπάθησε να το αγνοήσει, να συγκεντρωθεί. Έβαλε τη συσκευή και τον υπολογιστή πάνω στο τραπέζι και άρχισε να πληκτρολογεί μανιωδώς, το κεφάλι του έβραζε. Ήταν σχεδόν σίγουρος για τη διαδικασία αλλά δεν ήξερε αν είχε και χρόνο να τσεκάρει για τυχόν λάθη. Τουλάχιστον να αυξανόταν η εμβέλεια ώστε ο άλλος του εαυτός να μην είχε πρόσβαση στο σπίτι, ίσως αυτό να αρκούσε.

Ο θόρυβος από την πόρτα σταμάτησε. Το ίδιο και αυτή η γνώριμη αλλά τόσο ενοχλητική φωνή. Και τα κουδουνάκια. Σταμάτησε για μια στιγμή, κοιτώντας την οθόνη σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. Σα να μην ήξερε ποιος ήταν πια.

«Τουλάχιστον θα θυμάμαι πώς ήταν μέσα μου, άκουσε μια μπουκωμένη φωνή από πίσω του. Εφτά μήνες αισθήσεων και αναμνήσεων.»

Γύρισε αργά και είδε την Έμιλυ να στέκεται σαν σκιάχτρο δύο μέτρα από αυτόν. Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της. Η κοιλιά της ήταν επίπεδη. Η μύτη της κόκκινη από το κλάμα.

Όχι μόνο είχαν επανέλθει στην πραγματικότητα τους αλλά είχαν πάει και πίσω στον χρόνο. Τότε που πήραν την πιο τρελή απόφαση προκειμένου να αποκτήσουν ένα δικό τους παιδί, μετά από χρόνια άκαρπων προσπαθειών, φυσικών και τεχνητών. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα, ήταν βέβαιος.

Το να κάνει το σώμα του να κινηθεί προς αυτήν, να διανύσει τα δύο αυτά μέτρα, του φάνηκε σαν το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Φοβόταν ότι θα τον χτυπούσε, θα τον καταριόταν, ότι δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Ότι θα τον παρατούσε και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του χωρίς εκείνη, γεμάτος τύψεις.

Αλλά την ήξερε καλά. Δεν του κρατούσε κακία, τον χρειαζόταν δίπλα της, το έβλεπε στα υπέροχα μάτια της, στην ένταση που έκανε τα χέρια της να τρέμουν. Την χρειαζόταν και κείνος όσο τίποτα.

Έτρεξε και την πήρε στην αγκαλιά του, την άφησε να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ένιωθε το κορμί της να συσπάται και να αφήνει ρωγμές στην καρδιά του. Έκλαψε και αυτός, πολύ αλλά σιωπηλά. Να φανεί πιο δυνατός. Την φίλησε στο πάνω μέρος του κεφαλιού, άφησε τα χείλη του εκεί, ακουμπισμένα, σαν φύλακες του μυαλού της. Ήταν και αυτή δυνατή, ίσως παραπάνω από εκείνον. Και όσο αβέβαιος ήταν τον τελευταίο καιρό σχεδόν για τα πάντα, τόσο σίγουρος ήταν τώρα ότι θα έβρισκαν τρόπο να είναι ευτυχισμένοι σ' αυτόν τον κόσμο. Εκατό τοις εκατό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό