Για χάρη του

Δε γίνεται να δούμε πραγματικά το μαύρο κι ας μας κοιτάζει εκείνο συνεχώς. Μονάχα ένα βαθύ ηλεκτρισμένο γκρι αντιλαμβάνονται τα μάτια μας στο σκοτάδι..

Κάτι τέτοιο έβλεπα για πολλή ώρα μέχρι να καταφέρει η όρασή μου να προσαρμοστεί. Μακάρι να μη γινόταν ποτέ. Να παρέμενα αδαής. Χαμένος σε κείνους τους κόκκους που τρεμόπαιζαν, στην ευδαιμονία της απραξίας. Μα όχι, σιχαίνομαι τον εαυτό μου και που το σκέφτηκε αυτό. Δεν είναι σωστό. Έπρεπε να πάω εκεί, να βρω λίγα ξύλα. Για χάρη του. Το μοναδικό πράγμα που άξιζε σε αυτόν τον κόσμο.

Την ιδέα να ψάξω εκεί μου την έδωσε ο κοντός και άσχημος φίλος μου που πάντοτε μας συντρόφευε. Η στριγκή φωνή του έμοιαζε με τρίξιμο πόρτας που έχει παρατηθεί στη σκουριά. «Εκεί να πας, άχρηστε» έκρωξε δίπλα στο αυτί μου. «Εκεί να πας να βρεις τα ξύλα.» Δε με ένοιαζαν οι προσβολές του γιατί πολύ απλά δεν ήταν προσβολές. Απλώς η πραγματικότητα. Τον ευχαριστούσα τον κακάσχημο που μου τα θύμιζε. Στρώσεις και στρώσεις κακών επιλογών, κακών σκέψεων, κακών πράξεων. Τον αγαπούσα αλλά κι αυτό να μην ίσχυε δε θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Θα 'μασταν μονίμως άφραγκοι χωρίς αυτόν. Η σχέση μας ήταν παράξενη. Τσακωμοί, αμπελοφιλοσοφίες, ό,τι είναι δυνατό να εμποτιστεί μέσα στις λέξεις. Έτσι δημιουργείται το δέσιμο. Νομίζω. Τέλος πάντων, το μόνο που είχε σημασία τη δεδομένη στιγμή ήταν να βρω τα υλικά που χρειαζόμουν.

Το μέρος ήταν μια μικρή παραλία με άμμο, παραχωμένη ανάμεσα σε ψηλούς γκρεμούς από μαύρη πέτρα. Το χρώμα της ήταν ανοιχτό καφέ σα νεκρό χρυσάφι μα αυτό μπορεί να ήταν αποτέλεσμα του παράξενου φωτός που έβαφε τα πάντα εκεί γύρω. Ήλιος δε φαινόταν πουθενά όμως. Κάπου θα 'ταν κρυμμένος κι αυτός, γεμάτος ντροπή για τον κόσμο από κάτω του. Ίσως να είχε κι αυτός κάποιον κοντό, άσχημο φίλο που να του υπενθύμιζε τις αποτυχίες του. Κάποτε ήταν Θεός άλλωστε.

Κοίταξα τριγύρω και το τοπίο ήταν μέσα μου πια. Ήξερα πως εκεί βρισκόταν η μοναδική μου επιλογή να βρω τα ξύλα. Είχε δίκιο για ακόμα μια φορά ο φίλος μου.

Πλησίασα προς την ακτή με αργό βήμα. Οι τρύπιες μπότες μου βούλιαζαν στην άμμο. Ένας αέρας οξύς έπνεε στην περιοχή σα θρήνος μεταλλικός. Υπήρχαν άνθρωποι εκεί, διαπίστωσα καθώς τα μάτια μου συνήθιζαν όλο και περισσότερο. Στέκονταν σε μια σειρά με πρόσωπο στη θάλασσα. Τα ρούχα τους ήταν παράξενα. Ολονών. Φαρδιά σακάκια με βάτες και μοτίβα παράξενα. Φούστες μακριές που ανέμιζαν με ρυθμό αλλιώτικο από αυτόν του ανέμου. Καπέλα βγαλμένα από άλλη εποχή. Ένας μάλιστα φορούσε μία τήβεννο που κάποτε ίσως περνούσε για λευκή.

Ίσως όλοι κάποτε περνιόμασταν για κάτι αξιόλογο.

Ήταν ένας θίασος, διαπίστωσα καθώς στάθηκα δίπλα τους. Η εικόνα τους μου ήταν αμυδρά οικεία αν και ήταν αδύνατο να προσδιορίσω από πού τους ήξερα. Όπως και με τα περισσότερα πράγματα τον τελευταίο καιρό. Δεν το προσπάθησα καν. Απλά μπήκα στη σειρά, έγινα και γω ένα ακόμα μέλος τους κατά κάποιον τρόπο. Ήλπιζα ότι τα μπαλωμένα μου ρούχα θα ήταν ταιριαστά ή τουλάχιστον δε θα τους προσέβαλλαν.

Δίπλα μου στεκόταν μια γυναίκα κάπου εβδομήντα χρονών με κόκκινα μαλλιά. Φορούσε ένα χοντρό μωβ σάλι στους ώμους. Όταν τη ρώτησα τι κοιτούσαν με χαστούκισε με έναν τρόπο που φανέρωνε με αηδιαστική καθαρότητα ότι ήταν ηθοποιός. Δεν ένιωσα πόνο αλλά μια ασχήμια φώλιασε μέσα μου. Κοίταξα και γω τότε προς τη θάλασσα,. Πάγωσα καθώς συνειδητοποίησα τι κοιτούσαν όλοι. Σώματα, άλλα μπρούμυτα και άλλα ανάσκελα, επέπλεαν στα βρωμόνερα τα οποία έμοιαζαν όλο και πιο πολύ με λάσπη, με απραγματοποίητες ευχές. Πνιγμένοι άνθρωποι, πρησμένοι και παραμορφωμένοι. Τα στόματά τους έχασκαν ανοιχτά και το νερό σχημάτιζε λιμνούλες μέσα τους. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα, είχαν μια γυαλάδα απόκοσμη από την αρμύρα και το φως του ντροπιασμένου ήλιου.

Τρόμαξα. Πανικοβλήθηκα. Όχι τόσο λόγω του θεάματος αλλά από τη γνώση ότι όλοι αυτοί στην ακτή ήταν σύντροφοι των πνιγμένων. Θρηνούσαν μα και περίμεναν την ίδια στιγμή. Μια τελευταία παράσταση, μια τελευταία προσπάθεια μήπως και γλιτώσουν το νερό από τα πνευμόνια τους. Και γω ήμουν ηθοποιός άρα, ήξερα πλέον. Αναζητούσα και γω μια τελευταία ευκαιρία. Αναζητούσα τα ξύλα. Για χάρη του.

Το βλέμμα μου έπεσε σε μερικά ξύλα που ξεπετάγονταν σα δάχτυλα από την άμμο. Ήταν παλιά, τραχιά μα θα έκαναν. Ήλπιζα. Η παραλία δε θα τα αποζητούσε, έτσι δεν ήταν; Έκανα μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος τους. Έσκυψα και τα πήρα στα χέρια μου.

Ένα απόκοσμο βουητό τότε τάραξε την παραλία. Τα πάντα άρχισαν να συντονίζονται θαρρείς στη συχνότητά του σαν υπνωτισμένα. Ο θίασος έμεινε ατάραχος. Εγώ όχι, ίσως είχα λίγα παραπάνω ίχνη κινήτρου τελικά στην ψυχή μου. Το βουητό δυνάμωνε και δυνάμωνε. Είδα τη θάλασσα να αγριεύει, ν' αφρίζει. Οι πνιγμένοι άρχισαν να στριφογυρίζουν σαν παρωδία διασκέδασης σε λούνα παρκ.

Τα αυτιά μου είχαν αρχίζει να πονάνε από την υπόκωφη κραυγή που λες και πάλευε να βγει από τα σπλάχνα της θάλασσας. Όσο περνούσε η ώρα το νερό γινόταν όλο και πιο πηχτό. Παλλόταν και πλαθόταν κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Φούσκωνε, μεταμορφωνόταν σε λόφο. Εγώ απλά πισωπατούσα, ο τρόμος μου μεγάλωνε με κάθε ανάποδο βήμα. Μέχρι που ο λόφος φούσκωσε τόσο πολύ που κατάλαβα ότι θα έσκαγε πάνω μας σαν αφηνιασμένο κύμα. Τότε γύρισα πλάτη στο θέαμα και άρχισα να τρέχω. Τα βήματά μου ασταθή πάνω στην άμμο. Το βουητό έγινε ουρλιαχτό, έμοιαζε με χαρτί που σκίζεται. «Τρέχα» μου φώναζε ο φίλος μου. «Τρέχα, άχρηστε!»

Στο ένα χέρι κρατούσα τα ξύλα και στο άλλο εκείνον. Ήταν ελαφρύς άλλωστε, σε αντίθεση με τα λόγια του. Τα ξύλα, σκεφτόμουν ξανά και ξανά. Αφήστε με να τα πάρω. Δε θα σας λείψουν. Απομεινάρια είναι. Να φτιάξουμε και μεις ένα σπιτάκι για τα πουλιά. Τίποτε φοβερό. Τίποτε εγκληματικό. Για κείνον το κάνω, για τον γιο μου!

Έτρεχα με δυσκολία πάνω στο ασταθές έδαφος μα έπρεπε να ξεφύγω, να πάω κοντά του. Τα πόδια μου πονούσαν αφόρητα, τα πνευμόνια μου δύο κουρασμένες μάζες. Αλλά συνέχισα να τρέχω. Το πάρκο δεν ήταν μακριά.

Η γη σείστηκε θαρρείς όταν το κύμα έσκασε. Έχασα τον βηματισμό μου. Παραλίγο να σωριαστώ χάμω. Λάσπη παγωμένη έπεσε με δύναμη στην πλάτη μου. Ένιωσα μέσα της βουτηγμένα προσωπικά πράγματα να με κόβουν. Αυτή ήταν η ουσία του νερού άραγε; Η αναβίωση των τύψεων και των αποτυχιών; Συνέχισα να τρέχω.

Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω. Ήξερα ότι συνέχιζε να με κυνηγά η λασπωμένη αυτή ενσάρκωση των πόνων μου. Αν σταματούσα θα με έπνιγε, θα μ' έκοβε όσο βαθιά γινόταν, σαν την αδιαφορία των ανθρώπων.

Ήμουν στο πάρκο πια. Είχα ξεφύγει άραγε; Αν προλάβαινα να φτάσω στον γιο μου ίσως η πράξη μου να συγχωρούταν. Μερικά ξύλα είχα πάρει! Είδα τον θίασο να με κοιτάζει. Ήταν παραταγμένοι όλοι τους μπροστά από ένα δέντρο με παχύ κορμό. Εμένα κοιτούσαν τελικά όλη αυτήν την ώρα. Την προσπάθειά μου. Τους ήξερα, το θυμόμουν πια. Μαζί περπατούσαμε τους δρόμους της πόλης.

Μερικά βήματα ακόμα. Είδα τους γονείς με τα παιδιά τους καθισμένους σε έναν κύκλο στο χορτάρι. Μπροστά τους φτιάχνονταν σιγά σιγά τα σπιτάκια για τα πουλιά. Από καλά ξύλα, στέρεα και καθαρά σαν τους ίδιους. Ο γιος μου καθόταν εκεί που τον είχα αφήσει. Με περίμενε να φτιάξουμε και μεις ένα σπιτάκι. Να νιώσει φυσιολογικός για λίγο. Πως ανήκει κάπου. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένας αστυνομικός στεκόταν δίπλα του. Η καρδιά μου σκίστηκε. Εμένα περίμενε κι αυτός αλλά όχι με καλές προθέσεις.

Τα βλέμματα όλων έπεσαν πάνω μου καθώς πλησίασα. Ο γιος μου φώναξε με χαρά όταν με αντιλήφθηκε. Όταν είδε τι κρατούσα. Όλα γι' αυτόν γίνονταν. «Δεν του αξίζεις» είπε με την ξύλινη φωνή του ο άσχημος φίλος μου. «Άστον να τον μεγαλώσει κάποιος ικανός. Κάποιος σταθερός.» Νευρίασα τότε, κι ας είχε δίκιο. Τον πέταξα με δύναμη δυο μέτρα πιο μακριά. Προσγειώθηκε όπως να' ναι κοντά στα βρώμικα πόδια των συνθιασωτών μου. Δεν είχε πάθει τίποτα. Και κανένα χέρι να έβγαινε θα το κούμπωνα ξανά πίσω. Απλά ήθελα να σταματήσει να μιλάει. Να καθάριζα λίγο το μυαλό μου από την επιρροή του. Έπρεπε να εξηγηθώ. Τόσο στον αστυνομικό όσο και στους ανθρώπους από το ξυλουργείο που με είχαν φτάσει εν τω μεταξύ.

Ήμουν το κέντρο της προσοχής. Δεν το 'θελα. Εγώ μονάχα ένα σπιτάκι για τα πουλιά ήθελα να φτιάξω, μαζί με τους υπόλοιπους γονείς. Μαζί με εκείνον.

Ναι, τον είχα αφήσει μόνο του, είπα στον αστυνομικό που με κοίταζε με ένα αυστηρό βλέμμα. Αλλά ήταν για λίγο μονάχα. Μέχρι να βρω τα ξύλα για το σπιτάκι. Δε θα πάθαινε τίποτα, θα έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Άλλωστε ήταν σκληρός. Πιο σκληρός από μένα. Ο αστυνόμος επέμενε όμως, απειλούσε να τον πάρει μακριά. Δεν ήταν μέρος οι δρόμοι για να μεγαλώσει ένα παιδί. Το ήξερα, φυσικά και το ήξερα. Μα δε θα το άντεχα αν τον έπαιρνε. Πραγματικά. Θα χανόμουν ολοκληρωτικά στην ξύλινη φωνή του κοντού, άσχημου φίλου μου που χόρευε καθημερινά για λίγα κέρματα. Θα χανόμουν στις αναπολήσεις μου, θα μ' έσερνε το παρελθόν πίσω σε κείνα τα βρωμόνερα με ένα σχοινί στον λαιμό. Τον παρακάλεσα με όλη μου τη δύναμη. Το ίδιο και τους ξυλουργούς τούς οποίους είχα ληστέψει. Δεν υπήρχε περιθώριο για αξιοπρέπεια. Ό,τι έκανα ήταν για να δώσω λίγη χαρά στον γιο μου.

Κάποιοι γονείς ήταν εμφανώς αηδιασμένοι από την παρουσία μας. Δεν ήθελαν τα παιδιά τους να έχουν συναναστροφές με άτομα σαν κι εμάς. Κάποιοι άλλοι είχαν απλά μια έντεχνα καλυμμένη περιφρόνηση στα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς όμως με υποστήριξαν. Από κατανόηση; Από λύπηση; Από πραγματική ελπίδα για τον κόσμο; Ποιος ξέρει. Δεν είχα κάνει κάτι τρομερό, είπαν. Ούτε χρήματα είχα πάρει ούτε κάτι πολύτιμο. Ας μας άφηναν ήσυχους. Ο αστυνομικός κοίταξε πρώτα τους γονείς, μετά εμάς και τέλος τους ξυλουργούς. Συζήτησαν για λίγο. Εγώ είχα το κεφάλι κατεβασμένο, το βλέμμα μου ήταν στραμμένο στον γιο μου. Οι φωνές τους ένα βουητό. Ανέμενα την ετυμηγορία με προσποιητή ηρεμία. Θα έφευγαν, μου είπε ο αστυνομικός μετά από λίγο. Αλλά να έκανα ό,τι ήταν δυνατό για ένα καλύτερο μέλλον. Όχι για μένα, είπε με περίσσια ωμότητα ένας από τους ξυλουργούς. Για χάρη του, ναι, τον διέκοψα. Λες και δεν το 'ξερα. Λες και δεν προσπαθούσα ήδη.

Έφυγαν. Ένιωσα ανακούφιση. Βαθιά. Μα και τον γνώριμο οξύ πόνο στην ψυχή. Το έκρυψα προς το παρόν, δε με γονάτισε ούτε αυτή τη φορά.

Κάθισα δίπλα στον γιο μου, μέρος του κύκλου των φυσιολογικών γονέων έστω και για λίγο. Φτιάξαμε ένα σπιτάκι μικρό, όχι ιδιαίτερα όμορφο μα ήταν αυτό που ήταν. Αυτό που ήμασταν, υποθέτω. Το χαμόγελό του ήταν όλη η ανταμοιβή. Ο λόγος για να συνεχίσει να χτυπά η καρδιά μου.

Το κρεμάσαμε σε ένα δέντρο, μαζί με αυτά των υπολοίπων. Μακάρι να το έβρισκαν ικανοποιητικό κάποια πουλιά. Ζεστό. Ο γιος μου δε σταμάτησε να το κοιτάζει καθώς απομακρυνόμασταν. Ήταν τόσο χαρούμενος! Μαζί του και γω.

«Πάμε τώρα να βρούμε κάτι να φάμε» του είπα.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό