ΣΝΑΕΣ

Το δωμάτιο είχε μια ατμόσφαιρα βαριά, σαν αιωρούμενη πάχνη και μύριζε εξίσου βαριά. Κάτι σαν λιβάνι με μια υποψία κόλιανδρου, ένα παράξενο μείγμα για τα άπειρα ρουθούνια μου. Δεν ξέρω αν ήταν της φαντασίας μου όλα αυτά. Ίσως και να ήταν, καθώς ο διάμεσος δεν είχε έρθει ακόμη. Μάλλον ανυπομονούσα τόσο πολύ για αυτή τη συνάντηση που οι αισθήσεις μου είχαν τρελαθεί και ένιωθα πράγματα πριν καν συμβούν. Ωστόσο θα μπορούσα να ορκιστώ πως αν κουνούσα το χέρι μου θα έβλεπα τον αέρα να αναδεύεται μπροστά στα μάτια μου, να στροβιλίζεται και να σπρώχνει μικρά κρύα ρεύματα στα μάγουλά μου. Αυθυποβολή το λένε νομίζω. Να αισθάνεσαι πράγματα επειδή επιθυμείς κάτι σφόδρα.

Αυτή η διαδικασία βέβαια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη σε καμία περίπτωση. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου υπήρξε μια επιτυχής επικοινωνία αλλά οι παράμετροι ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την έκβαση μιας τέτοιας τελετής. Ούτε καν ο διάμεσος.

Τον γνώρισα πριν λίγες ημέρες και ευλογώ την τύχη μου γι’ αυτό. Δεν δίστασε να μου αποκαλύψει την ιδιότητά του, ίσως από συμπόνια, ίσως και από προσωπική φιλοδοξία. Δεν με ενδιαφέρει και τόσο. Από τη στιγμή που μου είπε πως θα είχα τη δυνατότητα να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τον εκτίμησα τόσο που ουδόλως με απασχόλησε ο χαρακτήρας και τα κίνητρά του. Ήξερα πως δε μου έλεγε ψέματα και αυτό αρκούσε. Στην αρχή φυσικά και ήμουν επιφυλακτικός, καθώς κυκλοφορούν πολλοί απατεώνες που εκμεταλλεύονται τον πόνο της απώλειας. Αυτός όμως είχε ένα παρουσιαστικό που αν είχε στόμα θα φώναζε για το πόσο ιδιαίτερος ήταν. Ψηλός, με σκούρα εκφραστικά μάτια, μυτερό σαγόνι. Όχι πως είχε σημασία, μα όλη του η εμφάνιση και η συμπεριφορά ανέδιδαν κάτι το μυστηριώδες, κάτι το σαγηνευτικό. Φυσικά, αν δεν μου ανέλυε με κάθε λεπτομέρεια όλες του τις πετυχημένες επικοινωνίες, τις οποίες εγώ αργότερα διασταύρωσα με όσα άτομα ανέφερε και έτυχε να γνωρίζω, η κορμοστασιά του θα συγκρινόταν με ένα πανύψηλο αλλά ξερό δέντρο. Εντυπωσιακό αλλά άχρηστο.

Όσο περνούσε η ώρα η αγωνία μου όλο και αυξανόταν. Κοιτούσα προς τη πόρτα και μισοέκλεινα τα μάτια μου σα να ήθελα να τη κάνω να χτυπήσει από μόνη της. Ακόμα και αν ο διάμεσος αποτύγχανε να επικοινωνήσει με τη γυναίκα μου, θα είχα σαν παρηγοριά αυτή την ακραία προσπάθεια που είχα κάνει για να μιλήσω μαζί της για μια τελευταία φορά.

Προσπάθησα να φέρω την εικόνα της στο μυαλό μου μα ήταν θολή και αυτό με εξόργισε. Πίεσα τον εαυτό μου να ανατρέξει σε όλες μου τις αναμνήσεις από αυτήν και να δημιουργήσει μια καθαρή εικόνα. Δεν ήταν δυνατό να αρχίζω να τη ξεχνάω. Δεν είχε περάσει τόσος καιρός. Πιέστηκα κι άλλο μέχρι που την είδα σε μια φωτογραφία που είχαμε βγάλει μαζί. Τη θυμόμουν καλά αυτή τη φωτογραφία. Χαμογέλασα. Ύστερα η ανάμνηση χάθηκε και ένα άμορφο περίγραμμα με σποραδικά μονάχα χαρακτηριστικά, πήρε τη θέση της πίσω από τα κλειστά μου μάτια.

Πριν προλάβω να στεναχωρηθώ για την αδυναμία μου να διατηρήσω το πρόσωπό της στο μυαλό μου, η πόρτα χτύπησε. Ο ήχος που έκαναν τα δάχτυλα πάνω στο ξύλο αντήχησε σε όλο το δωμάτιο σαν απόκοσμη φωνή. Ήταν ένα σιγανό χτύπημα αλλά ανέδυε μια σιγουριά. Ανατρίχιασα. Οι αισθήσεις μου πατούσαν πάλι σε τεντωμένο σχοινί. Προχώρησα προς τη πόρτα και την άνοιξα.

Ο διάμεσος στεκόταν μπροστά μου, στο κατώφλι και το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε το κούφωμα. Φορούσε ένα μαύρο παλτό που έφτανε στα γόνατά του και τα γένια του έμοιαζαν υγρά. Με κοίταξε και χαμογέλασε ελαφρά. Εγώ του έγνεψα με το κεφάλι και παράλληλα παραμέρισα για να τον αφήσω να μπει μέσα.

Μπήκε στο δωμάτιο με αργά αλλά σίγουρα βήματα, όπως ακριβώς είχε χτυπήσει και τη πόρτα μου. Αυτά φαντάζουν σαν ανούσιες λεπτομέρειες μα για μένα ολόκληρη η συμπεριφορά του, κάθε της έκφανση ήταν σημαντική. Το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών του, οι εκφράσεις του, οι χειρονομίες του, ο τρόπος που περπατούσε, μου αποδείκνυαν με τρόπο ασυνείδητο πως ήταν κάτι το ξεχωριστό. Αυτό με γέμιζε ελπίδα πως θα είχα την ευκαιρία να την ακούσω και ποιος ξέρει, ίσως και να την έβλεπα κιόλας. Δεν ήταν κάτι εντελώς απίθανο.

Ο διάμεσος περιεργάστηκε το χώρο με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του και έμοιαζε να οσφραίνεται την ατμόσφαιρα. Είχε ανοίξει τα χέρια του διάπλατα και τα μάτια του παρέμειναν κλειστά σε όλη τη διαδικασία. Ένας συνδυασμός αγγέλου και κυνηγόσκυλου. Άφησε έναν αναστεναγμό να βγει με δύναμη από το στόμα του και στη συνέχεια απευθύνθηκε σε μένα. Η φωνή του ήταν βραχνή μα με ευγενικό τόνο.

«Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που…»

«Πέντε μήνες», του αποκρίθηκα.

Ένα τραπέζι και δύο καρέκλες ήταν ο μόνος διάκοσμος του δωματίου. Δύο κεριά, ένα σε κάθε άκρη του τραπεζιού, ήταν οι μοναδικές πηγές φωτός. Οι σκιές τους χόρευαν πάνω στο γκριζαρισμένο τοίχο με την κάθε ανεπαίσθητη κίνηση. Έκατσε στη μία καρέκλα και μου έκανε νεύμα να καθίσω και γω. Υπάκουσα σαν υπνωτισμένος.

«Δεν μπορώ να τη φέρω στη μνήμη μου, του είπα. Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις και το μόνο που καταφέρνω είναι να τη δω για μια στιγμή, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Συμβαίνει συχνά αυτό;»

Έτριψε τα γένια του και χαμογέλασε πλατύτερα από τη προηγούμενη φορά.

«Την αγαπούσες πολύ λοιπόν, είπε. Όταν αγαπάς κάποιον τόσο πολύ, η εικόνα παύει να έχει τη σημασία που οι περισσότεροι της αποδίδουν. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση που σου αφήνει το πρόσωπο. Δεν συμβαίνει συχνά δυστυχώς. Εσύ μπορεί να δυσχερείς που δυσκολεύεσαι να φέρεις στο μυαλό σου το πρόσωπό της, μα από τη πείρα μου σου λέω πως αυτό είναι καλό. Τι λες λοιπόν, να ξεκινήσουμε;»

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η ταραχή μου ήταν απερίγραπτη. Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος.

«Είμαι όσο έτοιμος η κατάστασή μου, μου επιτρέπει. Θα χρησιμοποιήσουμε κάποιο πίνακα με γράμματα ή κάτι παρόμοιο;»

Εκείνος γέλασε ελαφρά.

«Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα, είπε. Ο πίνακας θα ήταν αποτελεσματικός σε άλλες περιπτώσεις, όχι για αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Δεν γνωρίζω εάν άλλοι διάμεσοι το χρησιμοποιούν. Εγώ βασίζομαι μονάχα στο νου μου και στην επιθυμία του άλλου να επικοινωνήσει με το αγαπημένο του πρόσωπο.»

Τα λόγια του με ηρέμησαν κάπως. Δεν ήξερα πώς οι μέθοδοί του θα γινόντουσαν πράξη αλλά ήμουν στα σίγουρα περίεργος να μάθω. Όχι πια μονάχα από προσωπικό ενδιαφέρον. Θα ήθελα να παρευρισκόμουν και σε άλλη μια τέτοια τελετή, να τον έβλεπα να λειτουργεί με αντικειμενική ματιά, σαν παρατηρητής. Δεν είμαι σίγουρος πως θα με άφηνε βέβαια.

Ο διάμεσος πήρε το αριστερό μου χέρι και το έσφιξε στις παλάμες του. Το δέρμα του το ένιωθα ξερό και κρύο στα δάχτυλά μου. Η λαβή του ήταν σφιχτή αλλά όχι τόσο δυνατή ώστε να πονέσω. Είχα ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που πόνεσα σωματικά.

Έκλεισε τα μάτια του και αυτοσυγκεντρώθηκε. Με φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ρόγχο είπε:

«Κλείσε τα μάτια σου και προσπάθησε να τη θυμηθείς. Όχι την εικόνα της απαραίτητα, οτιδήποτε. Τη φωνή της, τη μυρωδιά του δέρματός της, καθετί που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη των αισθήσεών σου. Συγκέντρωσε όλη τη προσοχή σου σε αυτό. Είναι το μόνο που θέλω από σένα. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ.»

Σκέφτηκα τα δάχτυλά μου να χαϊδεύουν το χέρι της απαλά. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο λαιμό της. Το δέρμα της ανέδιδε μια μυρωδιά καλαμποκιού και κανέλλας. Ένιωσα το στόμα μου να τη φιλάει στον ώμο. Εκείνη γέλασε παιχνιδιάρικα. Πέρασα το χέρι μου στη μέση της και της ζούληξα τη κοιλιά. Εκείνη άρχισε να γελάει και να μου λέει να σταματήσω επειδή γαργαλιόταν. Εγώ συνέχισα, καθώς ήξερα πως της άρεσε. Ήταν το παιχνίδι μας. Τότε εκείνη τράβηξε το χέρι μου από πάνω της και γύρισε να με κοιτάξει. Την κοίταξα και γω αλλά αυτό που είδα με παραξένεψε.

Το μάτια της είχαν γουρλώσει. Φαινόταν σα να μη με αναγνώριζε. Το στόμα της ήταν διάπλατα ανοιχτό και έτρεμε σύγκορμη. Μα πως ήταν δυνατό; Πριν λίγο εγώ ήμουν αυτός που τη χάιδευα και τη φιλούσα; Είχε αρχίσει και η φαντασία μου να με προδίδει; Αλίμονο αν ούτε οι σκέψεις μου δε συμβάδιζαν με τις επιθυμίες μου. Αυτή τη κατάρα δεν ξέρω πώς θα την άντεχα.

Τότε κοίταξα γύρω μου. Δε βρισκόμουν στο κόσμο της φαντασίας μου. Σε κάποιο σημείο είχα ανοίξει τα μάτια μου και ο,τι είδα μετά ήταν πραγματικό. Ο διάμεσος καθόταν απέναντι μου και χαμογελούσε ελαφρά παίζοντας με τα γένια του. Δεν κρατούσε πια το χέρι μου. Εκείνη στεκόταν όρθια δίπλα στο τραπέζι. Την έβλεπα. Την έβλεπα πραγματικά! Η τελετή είχε πετύχει.

Σηκώθηκα αργά από το τραπέζι προσπαθώντας να μη την τρομάξω κι άλλο.

«Μη φοβάσαι, της είπα. Ο φίλος μου και γω κάναμε μια τελετή ελπίζοντας να επικοινωνήσω μαζί σου μα αυτό είναι κάτι το απίστευτο.»

Εκείνη έτρεμε ακόμη αλλά ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στα χείλη της.

«Ώστε δεν ονειρεύομαι, είπε. Είσαι στα αλήθεια εσύ;»

«Εγώ είμαι αγάπη μου και δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»

«Σ’ έβλεπα στον ύπνο μου συχνά τον τελευταίο χρόνο. Έκλαψα πολύ, να το ξέρεις. Ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει αλλά είμαι σε καλό δρόμο. Μου λείπεις πολύ όμως!»

Ένα χρόνο είπε; Πως μου φαινόταν πως ήταν λιγότερο. Κοίταξα τον διάμεσο και το βλέμμα του με καθησύχασε. Η αίσθηση του χρόνου μάλλον ήταν πολύ σχετική. Όταν ζεις στον κόσμο των νεκρών παύεις να τον υπολογίζεις όπως όταν ήσουν ζωντανός. Μερικές φορές ξεχνάς να το κάνεις κιόλας. Δε σε ενδιαφέρει τι μέρα είναι, αν νύχτωσε, αν άλλαξε η χρονιά. Αυτό που λέμε βιολογικό ρολόι έχει ξεκουρδιστεί στη προσπάθειά του να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Άλλωστε λίγα πράγματα έχουν σημασία εδώ. Όπως τα πρόσωπα που αγαπούσες. Ό,τι έκανα ήταν για να της δώσω την ευκαιρία να με δει έστω για μια τελευταία φορά. Για να τη δω και γω μια τελευταία φορά. Είχα σκοπό να ξαναδοκιμάσω στο μέλλον μα τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Συνεπώς αυτή μας η συνάντηση να έμελλε να είναι η στερνή μας.

Τώρα δεν έμοιαζε να φοβάται πια. Ήταν ταραγμένη σίγουρα αλλά ήταν φυσιολογικό. Έμοιαζε χαρούμενη.

«Πως περνάς, πες μου», την ρώτησα.

«Αντέχω, αυτό έχει σημασία. Τις έριξα τις στάχτες σου στη θάλασσα, όπως μου είπες. Τώρα έχω μόνο τις φωτογραφίες μας για να θυμάμαι.»

«Έχεις και τη φαντασία σου, μη το ξεχνάς, της αποκρίθηκα. Το κάνω και γω. Κυκλοφορείς συνέχεια μέσα στο μυαλό μου.»

«Σ’ αγαπώ πολύ!»

«Και γω σ’ αγαπάω.»

Τότε τα κεριά τρεμούλιασαν σαν να τα έπληξε ένα απότομο ρεύμα αέρα και έσβησαν. Το σκοτάδι απλώθηκε παντού σαν αδιάφανο πέπλο. Εγώ έμεινα στη θέση μου, ακίνητος. Ως δια μαγείας τα κεριά άναψαν ξανά μόνα τους και στο δωμάτιο ήμασταν μονάχα εγώ και ο διάμεσος. Εκείνη είχε φύγει. Είχε γυρίσει στον κόσμο που άνηκε ή καλύτερα αυτή η δίοδος που είχε ενώσει τους κόσμους μας είχε πλέον κλείσει.

Το μυαλό μου είχε πλημμυρίσει από μια χαρμολύπη. Ο διάμεσος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα και με πλησίασε.

«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», του είπα με τρεμάμενη φωνή.

Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και είπε:

«Χαίρομαι που πέτυχε. Το να καταφέρεις να δεις κάποιον ζωντανό είναι πολύ σπάνιο. Να τη θυμάσαι φίλε μου. Να τη θυμάσαι, όχι να τη νοσταλγείς. Είναι ο μόνος τρόπος για να μη τρελαθείς. Αυτός είναι ο μόνος κανόνας που ισχύει τόσο εδώ, όσο και εκεί πέρα. Και κείνη αυτό πρέπει να κάνει. Νομίζω πως το έχει συνειδητοποιήσει. Είναι καιρός να το κάνεις και συ.»

Προχώρησε προς τη πόρτα, την άνοιξε και βγήκε χωρίς να πει κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν.

Απόμεινα μόνος στο δωμάτιο και αναλογίστηκα τα λόγια του. Είχε απόλυτο δίκιο. Έσβησα τα κεριά με μια κίνηση. Δεν τα χρειαζόμουν πια. Ίσως να μη τα χρειαζόμουν ποτέ ξανά. Έμεινα στο σκοτάδι και με τη φαντασία μου άρχισα να περπατώ πάνω στο κορμί της και να μυρίζω το δέρμα της και να γελάω όποτε μου έλεγε πως γαργαλιόταν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό