11:58

Η πρώτη προσπάθεια που έκανε για να αναπνεύσει αποδείχθηκε αποτυχημένη. Η αφόρητη πίεση που δέχονταν τα πνευμόνια του και το βουητό που ολοένα και δυνάμωνε μέσα στα αυτιά του γέννησαν έναν πανικό καινούριο. Προσπάθησε ξανά μα ήταν αδύνατο να ελέγξει κάτι το οποίο ήταν φτιαγμένο για να λειτουργεί μηχανικά. Πίεσε τον εαυτό του. Άνοιξε το στόμα του και προσκάλεσε τον αέρα να μπει. Ρούφηξε τη κοιλιά του και στη συνέχεια τη τέντωσε. Τίποτα. Στο εσωτερικό του κρανίου του μαινόταν μια καταιγίδα. Βροντές αντηχούσαν στα τοιχώματα του και τα δονούσαν ανελέητα, τρέφοντας τον πανικό του με εύγευστα πιάτα, κάνοντάς τον μια ξεχωριστή οντότητα, έναν κυρίαρχο μέσα στο ίδιο του το σώμα.

Επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση ξανά και ξανά –ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει άλλωστε- έπεισε λίγο ξερό και βρωμερό αέρα να εισέλθει στα πνευμόνια του. Πήρε μερικές κοφτές ανάσες, όσο χρειαζόταν για να καταλαγιάσει ο πόνος στο στήθος του και το βουητό μέσα στα αυτιά του. Μετά τη πρώτη αυτή επιτυχία, όταν μπόρεσε να ενεργοποιήσει τους ζωτικούς του μηχανισμούς, συνειδητοποίησε πως όχι μόνο η πίεση είχε απλωθεί σε ολόκληρο το κορμί του αλλά επίσης πως δεν έβλεπε τίποτα. Τα μάτια του ήταν κλειστά αλλά ένιωθε ένα αφύσικο βάρος πάνω τους που τον εμπόδιζε στο να τα ανοίξει. Για την ακρίβεια κάθε είδους κίνηση ήταν αδύνατη. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά και πάλι σα μανιακή, στέλνοντας κύματα αδρεναλίνης τα οποία όξυναν τις αισθήσεις του. Λινό. Αυτό του έλεγε ο πανικοβλημένος εγκέφαλός του. Ήταν τυλιγμένος με κάποιο ύφασμα. Η απαλότητα του θα ήταν καταπραϋντική σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.

Που να βρισκόταν άραγε; Η τελευταία του ανάμνηση. Περπατούσε στο δρόμο, στην αγορά κάπου πήγαινε, κάτι ήθελε να πει. Δε θυμόταν.

Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Τριγύρω δεν ακουγόταν τίποτε. Μονάχα η αψιά μυρωδιά του αέρα, σαν αιωρούμενη σκουριά, η ικανότητα της περιγραφής της, της κατηγοριοποίησής της, του υπενθύμιζε την ανθρώπινη ιδιότητά του. Αλλιώς δεν διέφερε σε τίποτα από ένα παγιδευμένο ζώο, ένα πλάσμα χωρίς νοημοσύνη που απλώς ζει βασισμένο στα ένστικτα του και βρέθηκε στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή. Απαγωγή; Πιθανότατα. Όχι πως είχε κάτι να προσφέρει στους εγκληματίες. Ούτε πλούσιος ήταν, ούτε γνώριζε κάτι σημαντικό, κάτι απόρρητο. Η καρδιά του με έναν ηχηρό γδούπο σταμάτησε για μια στιγμή και συνέχισε τη ταχύρυθμη πορεία της.

Άνοιξε τα μάτια του και το βάρος μετακινήθηκε. Κάτι ήταν ακουμπισμένο πάνω τους, αυτό προκαλούσε τη παράξενη αυτή αίσθηση και τώρα απειλούσε να μπει μέσα. Κατάφερε να δει λίγο φως. Δεν έμοιαζε με φως ωστόσο παρά με μια διάφανη γκριζόλευκη αύρα. Η σκληρή επιφάνειά των αντικειμένων διέτρεχε τα βλέφαρά του και η ενόχληση που προκαλούσε ήταν χειρότερη από τα δεκάδες ερωτήματα που είχε στο μυαλό του.

Κούνησε με βία το κεφάλι του. Δεν ήξερε πως μπορούσε να το κάνει αλλά το έμαθε με δύο μακρόσυρτες σουβλιές πόνου που απλώθηκαν από τον αυχένα μέχρι τη πλάτη του. Τα αντικείμενα έφυγαν από τα μάτια του και έπεσαν στο πάτωμα. Δύο αμυδρές μεταλλικές κλαγγές αντήχησαν στο χώρο. Νομίσματα. Λινό ύφασμα. Ένιωσε δάκρυα στα ελευθερωμένα του μάτια και ένα βίαιο τρέμουλο στο παγιδευμένο του σώμα. Ήταν σαβανωμένος, με δύο κέρματα δώρο σε ποιόν; Ήταν ζωντανός όμως. Ήταν; Ποιος σαδιστής το είχε σκεφτεί αυτό το πράγμα;

Ο χώρος γύρω του ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο ή κάτι τέτοιο. Μπορούσε να διακρίνει μόνο ένα μέρος του, τον σκούρο πετρόκτιστο τοίχο απέναντί του, που υψωνόταν απειλητικά μέχρι να συναντήσει το βαρύ ταβάνι. Φαινόταν παλιός, χτισμένος με τρόπο περασμένων αιώνων. Το αμυδρό φως τόνιζε τις ρωγμές στις πέτρες. Δεν ερχόταν από κάποια εμφανή πηγή, διέτρεχε το δωμάτιο, το κάλυπτε σαν διάφανος μανδύας.

Στη μέση του τοίχου ήταν κρεμασμένος ένας καθρέφτης μα ενώ ήταν περίπου στο ύψος του επίπλου στο οποίο ήταν ξαπλωμένος, δεν μπορούσε να δει την αντανάκλασή του. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του, όσο του επέτρεπε το λινό κουκούλι του μα πάλι δεν είδε τίποτα στη γυαλιστερή επιφάνειά του. Έριξε ξέπνοα το κεφάλι του ξανά πίσω καθώς οι σουβλιές επέστρεψαν με ορμή. Ο πόνος από την επαφή κρανίου και ξύλου πέρασε αδιάφορα από το νευρικό του σύστημα.

Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν απαλός. Απαλός και δύσοσμος, τον ένιωθε να ακουμπά στα μάγουλά του, ρεύματα δεν υπήρχαν αλλά αυτό το ανεπαίσθητο χάιδεμα είχε κάτι το απόκοσμο. Η σιωπή αντίθετα ήταν παχιά και αποκρουστική. Μπορούσε να ακούσει τη καρδιά του να χτυπά, πιο σιγά τώρα αλλά γρηγορότερα από το κανονικό. Ένα συνεχές τυμπάνισμα που κόντευε να τον τρελάνει. Κάθε φορά που κατάπινε άκουγε ένα ξερό ήχο σα να ρίχνεις μια πέτρα σε ένα νερόλακκο. Οι λειτουργίες του σώματός του έμοιαζαν γλοιώδεις, αηδιαστικές. Τι ειρωνικό που ήταν.

Φώναξε. Φώναξε δυνατά και στο άκουσμα της φωνής του η καρδιά του έπιασε τον πρότερο ξέφρενο ρυθμό της. Άρχισε να φωνάζει δυνατότερα, «βοήθεια», «είναι κανείς εδώ;» Ύστερα οι λέξεις έγιναν άναρθρες κραυγές, τα χείλη του σχημάτιζαν φράσεις που δεν υπήρχαν, οτιδήποτε για να σταματήσει να ακούει τους ήχους του σώματός του. Μέσα του ευχόταν να τον άκουγε κάποιος, αυτός που τον έφερε σ’ αυτή τη θέση. Ούρλιαξε μέχρι που ο λαιμός του συσπάστηκε και η φωνή μεταβλήθηκε σε έναν επίπονο βήχα που του έσκισε τα πνευμόνια. Σταμάτησε και ξεροκατάπιε.

Μονάχα αν μπορούσε να ελευθερωθεί. Μονάχα αυτό.

Προσπάθησε να τεντώσει τα χέρια του αλλά το ύφασμα ήταν ανθεκτικό και σφιχτά τυλιγμένο γύρω του. Άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε, τεντώνοντας παράλληλα τα άκρα του μήπως και το χαλαρώσει αλλά και αυτό αποδείχθηκε μάταιο. Ακούμπησε το κεφάλι του στο έπιπλο καταπονημένος. Ας πέθαινε. Ας λυτρωνόταν. Δεν τον ένοιαζε. Είχε πράγματα να κάνει, υπήρχαν λέξεις που έπρεπε να ειπωθούν αλλά μπροστά σε αυτό το μαρτύριο, ο θάνατος έμοιαζε σαν ένα δώρο. Πικρό αλλά δώρο. Τότε είδε στο τζάμι που παριστάνε τον καθρέφτη μια κίνηση. Ανασηκώθηκε όσο μπορούσε και παρατήρησε μια γκρίζα σκιά να σχηματίζεται στην επιφάνειά του. Κινούταν αργά, σα ζωντανή ομίχλη μέχρι που σταθεροποιήθηκε στο μέσο του. Άρχισε να σκουραίνει και σιγά σιγά μεταβλήθηκε σε ένα μαύρο περίγραμμα κεφαλιού. Σε συνδυασμό με το χρώμα του τοίχου έμοιαζε με τρύπα που είχε το σχήμα κεφαλιού. Έπειτα το κεφάλι μίλησε με μια παράξενη φωνή, γάργαρη και θαμπή και βαριά σαν υδράργυρος.

«Στ’ αλήθεια θέλεις να πεθάνεις;»

Το σοκ του να ακούει αυτή τη φωνή να βγαίνει από τον καθρέφτη καλύφθηκε από την ανάγκη του για επαφή. Ήταν παρήγορο ότι υπήρχε κάποιος άλλος μαζί του αν και σίγουρα επρόκειτο για τον σαδιστή που τον απήγαγε και τον σαβάνωσε. Φόβος, ελπίδα, ήταν δύο όμοια νομίσματα, σαν αυτά που πριν λίγο κάλυπταν τα μάτια του.

«Ποιος είσαι;» είπε ξερά. Η φωνή του παραδόξως δεν είχε ηχώ, δεν το είχε παρατηρήσει πριν. «Γιατί με έφερες εδώ;»

«Δεν σε έφερα εγώ εδώ, αλλά μπορώ να σε βοηθήσω να φύγεις. Αρκεί να μη θέλεις να πεθάνεις.»

«Φυσικά και δεν θέλω να πεθάνω! Βοήθησε με λοιπόν. Ό,τι κι αν είσαι…»

«Άλλα έλεγες πριν.»

«Πώς… πώς το ξέρεις, τα σκεφτόμουν αυτά. Με παρακολουθούσες όλη αυτή την ώρα; Ποιος στο διάολο είσαι;»

«Δεν έχει σημασία. Είμαι αυτό που με κάνεις εσύ. Μπορώ να είμαι ο άγγελος του θανάτου, μπορώ να είμαι ο εαυτός σου που προσπαθεί να σε βοηθήσει.»

Ήταν ένα παιχνίδι. Τον κορόιδευε. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Όλο αυτό ήταν ένα καλοστημένο βασανιστήριο με εκείνον πρωταγωνιστή. Μια σαδιστική ταινία που προβαλλόταν στη πραγματική ζωή.

«Δεν ξέρω τι θες, γιατί το κάνεις αυτό, αλλά σου λέω με πάσα ειλικρίνεια πως δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω.»

«Τι σε κάνει να νομίζεις ότι θέλω κάτι από σένα; Τα πράγματα είναι απλά. Αν θες να ελευθερωθείς ένας τρόπος υπάρχει. Σκίσε το σάβανο.»

«Προσπάθησα. Είναι αδύνατον, είναι πολύ σφιχτό.»

«Προσπάθησε ξανά. Αν λες αλήθεια και δεν επιθυμείς να πεθάνεις τότε θα τα καταφέρεις.»

Οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες. Με πολύ κόπο τις έστριψε προς τα πάνω και δοκίμασε να λυγίσει τα χέρια του. Το ύφασμα αντιστεκόταν σθεναρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, τη κράτησε και ξαναπροσπάθησε. Κατάφερε να τα λυγίσει λίγο και παράλληλα άρχισε να ξύνει το σάβανο με τα νύχια του. Οι μύες του έκαιγαν. Ο πόνος απλώθηκε στο κεφάλι του, φαντάστηκε τα μηλίγγια του να φουσκώνουν στο όριο του να εκραγούν.

Χαλάρωσε για λίγα δευτερόλεπτα και τεντώθηκε ξανά. Ξανά. Ξανά. Ξανά. Τίποτα. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Το βουητό μέσα στα αυτιά του ήταν τόσο δυνατό που του έφερε δάκρυα. Τρυπούσε τον εγκέφαλό του, μούδιαζε κάθε κύτταρό του.

«Βοήθησε με κάθαρμα!»

«Σκίσε το σάβανο!» ήταν η μόνη του απάντηση.

«Αφού βλέπεις πως είναι αδύνατον. Δεν το βλέπεις;»

«ΣΚΙΣΕ ΤΟ ΣΑΒΑΝΟ!» Η φωνή του μαύρου κεφαλιού έγινε υψίσυχνη, διαπεραστική, δόνησε ολόκληρο το είναι του. Άρχισε να κλαίει γοερά. Η ανάσα του έγινε κοφτή. Έτρεμε από φόβο και ένιωθε το σάβανο να τον πιέζει ακόμα περισσότερο σαν μια ολόσωμη υφασμάτινη παγίδα δακτύλων. Όσο η αγωνία του μεγάλωνε τόσο εκείνο έσφιγγε γύρω του, ζουλούσε τα όργανά του, έκοβε την ανάσα του, τον σκότωνε. Το κεφάλι του έκαιγε από τη πίεση. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα άντεχε. Ήταν ένα παιχνίδι αυτό άραγε; Υπήρχε περίπτωση αυτός ο σαδιστής να τον βοηθούσε; Περίμενε ν’ ακούσει κάποια συγκεκριμένη λέξη;»

«Βοήθησε με, σε ικετεύω! Άσε να με να φύγω, δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω να σου προσφέρω τίποτα! Γιατί δεν το καταλαβαίνεις; Σ’ ευχαριστεί να το βλέπεις αυτό, πες μου, σ’ ευχαριστεί;» Οι λέξεις ήταν εγκολπωμένες σε έναν υγρό ρόγχο.

Ήταν γέλιο αυτό ή μια παραίσθηση, ένα τρίξιμο, μια αλλαγή στη φωνή του βασανιστή του; Ήταν τελικά άνθρωπος ή κάτι άλλο; Μια απάντηση, μακάρι να μπορούσε να πάρει μια ξεκάθαρη απάντηση.

«Εξακολουθείς να μη καταλαβαίνεις. Όλα στο πιάτο τα περιμένεις. Θέλεις να ζήσεις; Απάντησέ μου! Εσύ ο ίδιος είπες πως υπάρχουν πράγματα να κάνεις, λέξεις να πεις αλλά αν δεν κάνεις αυτό που σε διέταξα δεν θα προλάβεις.»

Η μύτη του είχε βουλώσει από το κλάμα. Τα καυτά δάκρυα κυλούσαν αργά στα μάγουλά του και τον γαργαλούσαν. Ο αέρας που με κόπο έφτανε στα πνευμόνια του δεν ήταν αρκετός. Το σάβανο δεν μπορούσε να σκιστεί. Αν δεν τον βοηθούσε εκείνος θα πέθαινε πάνω στο ξύλινο έπιπλο αβοήθητος. Είχε πράγματα που έπρεπε να γίνουν, πίσω, στη ζωή του αλλά άρχισαν να μοιάζουν ασήμαντα μπροστά στην προοπτική του θανάτου. Εκείνη τη στιγμή πέθαιναν χιλιάδες άνθρωποι, υπό διαφορετικές συνθήκες που και κείνοι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα. Ποτέ δεν θα είναι αρκετός ο χρόνος. Πάντα θα υπάρχουν ανεκπλήρωτα πράγματα. Αν ζούσε αιώνια αυτά θα αυξάνονταν γιατί πάντα θα πίστευε πως είχε χρόνο. Κατάρα.

«Δεν θα είμαι ο μοναδικός που απέτυχε να το κάνει.», είπε τελικά, βραχνά και ξέπνοα.

Μέσα από τις λίμνες που είχαν σχηματιστεί στα μάτια του είδε το μαύρο κεφάλι να μεγαλώνει. Μικρές εκρήξεις που διασκόρπιζαν μαύρες ίνες προς όλες τις κατευθύνσεις. Σιγά σιγά κάλυψε ολόκληρη την επιφάνεια του γυαλιού, ένας μαύρος καθρέφτης που τον κοιτούσε νοητά αλλά απειλητικά. Τότε το γυαλί έγινε οργανικό, άρχισε να φουσκώνει προς τα έξω σχηματίζοντας ένα τρισδιάστατο πια μαύρο κεφάλι που τραβιόταν από το τετράγωνο πλαίσιο του και ερχόταν προς το μέρος του. Δεν είχε ούτε μάτια ούτε στόμα αλλά έβλεπε στη ψυχή του, του μιλούσε με ακαθόριστους ψιθύρους.

Η αγωνία του παραδόξως εξαφανίστηκε. Εξατμίστηκε σα νερό που βράζει. Η μορφή στεκόταν από πάνω του, κόβοντάς του τη δυνατότητα να κοιτάξει οπουδήποτε αλλού. Το τρέμουλό του είχε επίσης σταματήσει. Ο φόβος, και αυτός. Όλα σταμάτησαν, πιθανόν και η ανάσα του. Αισθάνθηκε ήρεμος. Στο τεράστιο κεφάλι άνοιξε ένα φασματικό στόμα, μια φωτεινή πράσινη κοιλότητα. Ήταν όμορφο με κάποιον παράξενο τρόπο. Τον πλησίασε και άλλο. Το φώς της κάλυψε τα πάντα. Με μια απότομη κίνηση βρέθηκε μέσα της.

Βρέθηκε να τρέχει σε έναν πράσινο δρόμο, μόνο που δεν ήταν αυτός. Ήταν σαν όνειρο. Ζωντανό, ιλιγγιώδες αλλά κάπου μέσα του ήξερε ότι δεν είναι. Δεν είχε πια ερωτήματα. Του φαινόταν χαζό να έχει. Απλά ήθελε να δει που θα τον βγάλει. Οπουδήποτε. Μακριά από το σάβανο, μακριά από ματαιότητες.

Ο δρόμος αποτελούταν από συνεχόμενες γωνίες, αριστερές και δεξιές εναλλάξ. Πετούσε μέσα του όχι πάνω του. Δεν είχε αίσθηση της ταχύτητας αλλά σίγουρα πήγαινε γρήγορα, με έναν ρυθμό από άλλη πραγματικότητα. Τότε άρχισε να νυστάζει. Ένιωσε τη συνείδησή του να τον εγκαταλείπει. Ο δρόμος έγινε ευθεία, χανόταν στο άπειρο, όλα άσπρισαν.


Ο άντρας με τη λευκή στολή κοίταξε την οθόνη και σούφρωσε τα χείλη του. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι που ήταν κρεμασμένο στο τοίχο και σημείωσε την ώρα στη καρτέλα που κρατούσε. 12:03 μμ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό