Βύγνος και Δάνδα
Η θάλασσα του Νότου δεν ήταν πάντοτε τόσο κρύα. Ο μύθος λέει πως κάποτε, η Θεά των νερών η Μητῆρα, που το όνομά της μονάχα σιωπηρά προφέρεται όποτε οι άνθρωποι προσεύχονται σε αυτήν, ερωτεύτηκε έναν νεαρό ψαρά, τον Βύγνο. Τον παρατηρούσε κάθε μέρα, όταν εκείνος έβγαινε στη θάλασσα με τη βάρκα του. Ήταν λυγερόκορμος και τα καστανά μαλλιά του ανέμιζαν με έναν τρόπο γοητευτικό. Του έδινε την εύνοιά της κάθε φορά. Κρατούσε μακριά του τα μεγάλα κύματα και τους δυνατούς αέρηδες και έφερνε στο μέρος του πάντοτε τα πιο μεγάλα ψάρια. Μα ούτε μια φορά εκείνος δεν την ευχαρίστησε, ούτε μια φορά δεν έφερε το όνομά της στα όμορφα χείλη του. Ίσως έφταιγε το νεαρό της ηλικίας του, δεν γνώριζε φόβο και το μυαλό του ήταν ακόμη άγουρο.
Εκείνη όμως συνέχισε να τον αγαπά. Μάζευε την αρμύρα και τον ιδρώτα απ' το κορμί του και τα έπαιρνε μαζί της για ενθύμιο. Έστελνε θερμές ριπές να τον χαϊδεύουν. Μια μέρα με νηνεμία έγραψε κάτι στην επιφάνεια του νερού, μια φράση ερωτική, μα εκείνος δεν έδωσε σημασία.
Ο Βύγνος είχε γίνει πια πλούσιος και ξακουστός ανάμεσα στους ψαράδες και τους κατοίκους των παράκτιων πόλεων, η Μητῆρα άκουγε τα λόγια τους που τα 'φερνε ο άνεμος. Έτσι έμαθε και για την κοπέλα που είχε κλέψει την καρδιά του νεαρού, τη Δάνδα. Ήταν πανέμορφη, έλεγαν, με δέρμα σαν λευκό πετράδι και μαλλιά σαν πλεχτή νύχτα. Ο Βύγνος ήταν πολύ ευτυχισμένος και σκόπευε να τη νυμφευτεί σύντομα.
Στο άκουσμα αυτών των νέων η Θεά οργίστηκε και για μέρες ολόκληρες η θάλασσα του Νότου ήταν άγρια και επικίνδυνη. Κύματα πανύψηλα έσκαγαν στις ακτές με βία και κανένας ψαράς δεν τολμούσε να βγάλει τη βάρκα του έξω. Το εμπόριο των ψαριών είχε διακοπεί. Η Μητῆρα άκουγε συνεχώς προσευχές από άντρες και γυναίκες που την παρακαλούσαν να ηρεμήσει, λάμβανε τα πρόσφορα που της έριχναν με κίνδυνο της ζωής τους οι άνθρωποι από τα λιμάνια μα ούτε που τα έδινε σημασία.
Όταν η οργή της καταλάγιασε κάπως, αφού ούτε οι μέρες της θύελλας δεν κατάφεραν να κάνουν τον νεαρό ψαρά να προσευχηθεί σε αυτή και η σχέση του συνέχιζε δυνατή, η Μητῆρα σκέφτηκε κάτι άλλο: κάτι που θα τον έκανε στα σίγουρα να ψελλίσει το όνομά της επιτέλους. Έβαλε τον Κύμωρ, τον Θεό του ύπνου, να στείλει στη Δάνδα ένα όνειρο που την πρόσταζε να πάει σε έναν απόμερο όρμο και να μπει στο νερό. Η κοπέλα ξύπνησε τρομαγμένη και υπάκουσε. Το ίδιο έγινε και με τον Βύγνο, αλλά λίγο αργότερα.
Όταν η Δάνδα έφτασε στην ακτή άρχισε να βαδίζει αργά, ώσπου το νερό έφτασε στους ώμους της. Έμεινε εκεί ακίνητη ώσπου κατέφθασε και ο Βύγνος και αντικρίζοντας το θέαμα έτρεξε προς τη θάλασσα για να σώσει την αγαπημένη του.
Τότε η Μητῆρα τράβηξε όλη τη θερμοκρασία από τη θάλασσα και την έστειλε προς την ακτή. Τα νερά έγιναν παγωμένα, η Δάνδα πλέον έτρεμε και δεν θα αργούσε η ώρα που θα πέθαινε. Η Θεά απαίτησε ανοιχτά πλέον την αγάπη του νεαρού με ισχυρά, αφρισμένα λόγια, του είχε χαρίσει τόσα πολλά άλλωστε. Ως αντάλλαγμα θα απελευθέρωνε τη Δάνδα από τα παγωμένα νερά που έτειναν να γίνουν ο τάφος της.
Ο Βύγνος σάστισε προς στιγμήν από το δίλημμα που του πρόταξε η Θεά και τη συνειδητοποίηση του λόγου για τον οποίο γίνονταν όλα. Κατόπιν, με γοργά βήματα όρμησε στο νερό φωνάζοντας πως θα διάλεγε τη Δάνδα κάθε φορά. Ακόμα κι αν αυτό του κόστιζε τη ζωή του.
Ακούγοντας αυτήν τη διακήρυξη η Μητῆρα γέμισε με μια βαθιά θλίψη. Κατάλαβε πως κάποια πράγματα δεν ήταν δυνατό να γίνουν με τη βία. Άφησε τη θάλασσα όπως ήταν, αλλόκοτη, και κρύφτηκε στον εαυτό της για πολύ καιρό. Οι δύο νέοι πέθαναν αγκαλιά και όταν η ιστορία μαθεύτηκε στους ανθρώπους γεννήθηκαν η Θάλασσα της Δάνδας και ο Όρμος του Βύγνου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου