Το πρώτο ψέμα

Πολύ παλιά, στις απαρχές ακόμα των ανθρώπων, το ψέμα δεν υπήρχε. Οι καρδιές ήταν ελεύθερες να εκφράζουν την αγάπη, το μίσος, τη δυσαρέσκεια και το δέος των σωμάτων στα οποία κατοικούσαν. Ελεύθερες στο να περιγράφουν γεγονότα έτσι όπως είχαν συμβεί ή τουλάχιστον έτσι όπως οι αισθήσεις είχαν καταφέρει να τα αποτυπώσουν στο μυαλό, άδολα.

Αυτό άλλαξε μετά από ένα περιστατικό στο όρος Φώδεζον, σε ένα χωριό στους πρόποδές του. Εκεί ζούσε ο Ήγως, ένας βοσκός που, παρ' όλο που ήταν πολύ καλός σε αυτό που έκανε, οι υπόλοιποι του χωριού τον κορόιδευαν από μικρό επειδή φοβόταν ένα σωρό πράγματα και τρόμαζε εύκολα. Ο Ήγως όμως συνέχιζε να ζει και να δουλεύει, αν και το αίμα του είχε μόνιμα αλλοιωθεί από το πάγωμα που του προκαλούσαν τα σκοτεινά μέρη, οι δυνατοί θόρυβοι, τα έντομα και ένα σωρό άλλα πράγματα που οι περισσότεροι του χωριού είχαν μάθει να τα αψηφούν ή απλά να τα αγνοούν. Ήθελε όμως πολύ να αποδείξει σε όλους, νέους και γέρους, ότι είχε μέσα του θάρρος, ότι μπορούσε να αλλάξει στα μάτια των συγχωριανών του. Να γίνει κάτι καλύτερο, κάτι πιο φυσιολογικό.

Φυσικά αυτές οι σκέψεις παρέμεναν ξυπνητά όνειρα, αιωρούνταν απλά μέσα στο μυαλό και την ψυχή του, άυλες. Με τον καιρό όμως άρχισαν να παίρνουν σάρκα. Ο Ήγως πήρε την απόφαση να κάνει μια πράξη σπουδαία, ακόμα και αν στο τέλος πέθαινε, από τραύματα ή φόβο. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος. Ήταν πια πενήντα χρονών και συνέχιζε να ζει μόνος του, καθώς δεν είχε καν βρει το θάρρος να προσεγγίσει κάποια κοπέλα όταν ήταν νεότερος.

Στο χωριό, όπως και σε όλες εκείνες τις περιοχές υπήρχαν από πάντα φήμες και ιστορίες για τέρατα που ζούσαν σε σπηλιές και κούφιους κορμούς. Οι περισσότεροι είχαν ακούσει παράξενους ήχους, φωνές να έρχονται από μέρη όπου μονάχα ζώα κατοικούσαν. Εκεί, ακόμα και ο πιο θαρραλέος άλλαζε δρόμο. Ακόμα κι αν κάποιο ζώο τύχαινε να παραστρατήσει το εγκατέλειπαν, μήπως και κορέσει την πείνα όποιου πλάσματος ζούσε εκεί, μήπως και γλιτώσει το χωριό. Κάποιοι άφηναν μάλιστα επίτηδες ζώα ανά διαστήματα.

Σε μια τέτοια σπηλιά είχε φτάσει ο Ήγως. Ένα στενό χάσμα κοντά στο ποτάμι που ευλογούσε το χωριό του. Γενεές ολόκληρες είχαν μεγαλώσει ξέροντας ότι εκεί μέσα υπήρχε κάτι επικίνδυνο, που παραμιλούσε και γρύλιζε. Πλησίασε το άνοιγμα, κρατώντας ένα μαχαίρι που το είχε για γδάρσιμο. Το σώμα του έτρεμε και η καρδιά του τον παρακαλούσε με κατακόκκινους γδούπους να σταματήσει αυτήν την τρέλα, να επιστρέψει στην ασφάλεια. Εκείνος όμως την αγνόησε. Τόσα χρόνια, η ιδέα αυτή είχε πια ανθίσει σε ανάγκη. Δεν θα έκανε πίσω.

Με το όπλο προτεταμένο και έναν πυρσό στο άλλο χέρι μπήκε στη σπηλιά. Δεν ακουγόταν κανένας αλλόκοτος ήχος. Μονάχα η βοή του ποταμού ερχόταν αφρισμένη στ' αυτιά του. Συνέχισε να περπατά προς τα μέσα. Η σπηλιά γινόταν πιο φαρδιά αλλά η οροφή της συνέχισε να ξύνει σχεδόν την κορυφή του κεφαλιού του. Μετά από λίγο είχε φτάσει πια στο τέρμα της: Ένα πέτρινο δωμάτιο αρκετά πλατύ, με ένα μικρό άνοιγμα ψηλά απ' όπου ένα δόρυ φωτός ερχόταν και κάρφωνε το χώμα. Ο φόβος του Ήγου είχε ζαρώσει αλλά παράλληλα μια απογοήτευση άρχισε να τον διαπερνά. Τότε άκουσε ένα σύρσιμο, μια φωνή να βγαίνει μέσα από τις σκιές που ο πυρσός του αδυνατούσε να φωτίσει. Η καρδιά του πήγε να σπάσει, αρχικά από τον τρόμο και στη συνέχεια από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του: Δεν υπήρχε τέρας στη σπηλιά αλλά ένα πλάσμα ασύλληπτης ομορφιάς μα και αλλόκοτων χαρακτηριστικών. Μια πανύψηλη και λιγνή κοπέλα που θύμιζε περισσότερο ελάφι, με τα μακριά, μαύρα μαλλιά της να λειτουργούν σαν μανδύας πάνω στο σώμα της. Είχε τέσσερα στήθη και μικρά κέρατα εξείχαν από τα πλάγια του κεφαλιού της.

Ο Ήγως στάθηκε ακίνητος, φοβισμένος και γοητευμένος συνάμα. Άκουσε το πλάσμα να του μιλάει αλλά δεν καταλάβαινε, καθώς οι ήχοι που έβγαιναν από το στόμα του ήταν γρυλίσματα αγκαλιασμένα με φθόγγους. Έμοιαζε να τον καλεί κοντά του, έτσι ένιωθε.

Έχοντας στο μυαλό του μονάχα την ανάγκη να αποδείξει το θάρρος του στο χωριό, ο Ήγως απέδιωξε το μάγεμα που του προκαλούσε η θέα της αλλόμορφης κοπέλας και όρμησε πάνω της, κραδαίνοντας το μαχαίρι του. Το κάρφωσε δίχως σκέψη στην κοιλιά της. Εκείνη γρύλισε δυνατά και έπεσε στο έδαφος νεκρή. Στη συνέχεια, έχοντας φωτιά πια να κυλά στις φλέβες του, ο Ήγως τής έκοψε το κεφάλι και πασάλειψε πάνω του χώμα, ώστε να κάνει το πρόσωπο να μοιάζει άσχημο. Έπειτα έτρεξε στο χωριό. Εκεί, τους διηγήθηκε πώς κατάφερε και σκότωσε το αποτρόπαιο τέρας που ζούσε στη σπηλιά κοντά στο ποτάμι, μετά από μια γενναία μάχη. Οι κάτοικοι τον πίστεψαν και τον θαύμασαν. Κανείς δεν τον αποκάλεσε ξανά δειλό.

Όμως το πλάσμα που είχε σκοτώσει ο Ήγως ήταν η Γώρπω, που πατέρας της ήταν ο Ενάρχωρ, ο Θεός της βροχής και μητέρα της η Γάχη, η Θεά των χωμάτων. Ήταν μία από τις σαράντα κόρες τους, που ζούσαν μέσα σε σπηλιές και ευλογούσαν τα ποτάμια με τα σωματικά τους υγρά, τα καθημερινά και τα μηνιαία. Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν καταφέρει να συναντήσουν μια και όποτε είχε συμβεί αυτό είχαν μεγάλη τύχη και γονιμότητα στη μετέπειτα ζωή τους. Υπήρχαν μάλιστα και τρεις περιπτώσεις όπου γεννήθηκαν παιδιά, δημιουργώντας τη λεγόμενη «κρυφή γενιά των ποταμών».

Μαθαίνοντας λοιπόν ο Ενάρχωρ πως ένας θνητός είχε σκοτώσει τη Γώρπω και μάλιστα με τέτοιον τρόπο θύμωσε πολύ και καταράστηκε τον Ήγω. Τον έκανε να ζήσει άλλα πεντακόσια χρόνια μέσα στη μοναξιά και τη θλίψη για τις πράξεις που είχε κάνει. Επίσης, έστειλε μια καταιγίδα αλλιώτικη στο χωριό που είχε πιστέψει και δοξάσει τον Ήγω. Θόλωσε το μυαλό και τις καρδιές των κατοίκων του και σπάνια πια έλεγαν την αλήθεια. Ο οικισμός μαράζωσε και ερήμωσε με τον καιρό. Όχι όμως προτού το ψέμα ξεφύγει και απλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κουνούπι

Μνημοσμή