Σελίδες

Η Ειρήνη κοιτάζει το άδειο διαμέρισμα. Σωροί από κούτες δεσπόζουν τριγύρω, ένα μικρό χαρτονένιο χάος που σύντομα θα μετατραπεί σε σπίτι. Ή και σπιτικό, ποιος ξέρει τι θα φέρει το μέλλον. Της αρέσει αυτή η λέξη, σπιτικό. Έχει μια απαρχαιωμένη γοητεία. Φαντάζει κάτι το μακρινό, σαν έννοια που μπορείς να τη σκεφτείς, να την ψελλίσεις όταν είσαι μόνη αλλά παράλληλα να βρίσκεσαι σε απόσταση ασφαλείας από εκείνη και το άγχος που μπορεί να επιφέρει.

Μυρίζει μπογιά παντού, της λένε τα ρουθούνια της. Ένα υπόλευκο καινούριο δέρμα με μια ευφάνταστη ονομασία που δεν θυμάται πώς την είχε πει ο μεσίτης. Δεν έχει σημασία. Οι τοίχοι θα γεμίσουν με πίνακες και με τις εκτυπωμένες φωτογραφίες της. Πολλές, ελπίζει, καθώς αυτήν την τιμή την κάνει μονάχα σε αυτές που απαιτούν μοναχές τους ουσιαστικά να γίνουν ύλη, να ενσαρκωθούν στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο σαν ασπρόμαυρες προφήτισσες. Για κάποιον λόγο αδημονεί να δει τα πράγματά της να αφήνουν σημάδια στους φρεσκοβαμμένους τοίχους. Παράσημα ότι έζησε πραγματικά μέσα σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά. Αρκετά μάλλον για ένα άτομο ήταν. Το νοίκι ευτυχώς όχι.

Για να καθησυχάσει λίγο τον χρόνο και τις σκέψεις της που έχουν αρχίσει να τρέχουν δίχως λογική και σκοπό, η Ειρήνη βγάζει τη φωτογραφική μηχανή από τη τσάντα της. Σημαδεύει ψηλά: Δύο τοίχοι και το ταβάνι ενώνονται σαν συνοριακή ιδιαιτερότητα, και το φως που έρχεται από το παράθυρο αριστερά δίνει σε κάθε χώρα και μια διαφορετική απόχρωση. Μερικές γρήγορες ρυθμίσεις και κλικ. Κοιτάζει την οθόνη. Ενδιαφέρον αλλά κοινότοπο το αποτέλεσμα. Όμορφη φωτογραφία αλλά όχι για τον τοίχο, κι ας ήταν το θέμα της ειρωνικά αυτός. Μια ιδέα τής έρχεται στο μυαλό, έτσι, σαν αστραπή ή κάτι πιο φιλοσοφικό όπως θα αρεσκόταν να το χαρακτήριζε ο πρώην της. Πφ, τι περίεργοι μήνες ήταν αυτοί!

Ίδιο κάδρο, διαφορετικές ρυθμίσεις. Και το φλας ενεργό. Κλικ. Ένα σουρεαλιστικό σχεδόν αποτέλεσμα. Η φωτογραφία βγήκε αλλόκοτα φωτισμένη, μοιάζει κάπως με αρνητικό. Τέλεια. Περνάει το τεστ.

Μια φωνή ακούγεται από πίσω της και την κάνει να τιναχτεί. Καλωσόρισμα και αμέσως μετά μια συγγνώμη που την έκανε να τρομάξει. Ο ιδιοκτήτης της φωνής είναι και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Τον παρατηρεί ξανά, μετά από εκείνη την πρώτη φορά όταν υπέγραψαν το συμβόλαιο. Μετρίου ύψους, μετρίας εμφάνισης. Διάφορα επίθετα με άλφα στερητικό τής έρχονται στο μυαλό αλλά τα κάνει πέρα. Δεν είναι σωστό. Είναι πιθανό να ξεχάσει ξανά πώς μοιάζει με το που βγει από την πόρτα. Ίσως να πρέπει να τον φωτογραφίσει για να τον θυμάται, σκέφτεται και νιώθει άσχημα με το εσωτερικό γέλιο που αντηχεί στο κεφάλι της.

Το χαμόγελό του είναι πλατύ αλλά το υπόλοιπο πρόσωπο προδίδει μια νευρικότητα. Τον ευχαριστεί παρ' όλα αυτά. Ναι, θα ήθελε ένα ζευγάρι εφεδρικά κλειδιά, ασφαλώς. Όχι, τίποτε άλλο. Θα τη βοηθήσουν μερικοί φίλοι με το ξεπακετάρισμα. Πριν φύγει, της επαναλαμβάνει ότι είναι στη διάθεσή της αν χρειαστεί κάτι, αν και θα πρέπει να ξέρει ότι είναι γενικά πολυάσχολος, συνεπώς πιθανόν να μην βρίσκεται σπίτι συχνά. Όλο αυτό το ξεστομίζει με κάπως αργό τρόπο. Τον ευχαριστεί ξανά και λίγο μετά είναι και πάλι μόνη. Πλησιάζει όμως ξαφνικά την εξώπορτα και την ανοίγει. Αφουγκράζεται τα τελευταία βήματα του ιδιοκτήτη καθώς ανεβαίνει τις σκάλες προς το δικό του διαμέρισμα. Ακριβώς από πάνω της. Η πολυκατοικία έχει λίγα διαμερίσματα, είναι παλιά και στενή αλλά καλοδιατηρημένη, σαν τη γριούλα που συνάντησε στην κεντρική είσοδο όσο περίμενε τους μεταφορείς. Εκείνη μένει κάτω από την Ειρήνη, στον πρώτο.

Η Ειρήνη κλείνει την πόρτα. Η φωτογραφία στην οθόνη της μηχανής λες και την κάλεσε να περιεργαστεί ξανά την αλλόκοτή της υπόσταση. Θα τυπωθεί και θα κολληθεί στον τοίχο, αποφασίζει. Πιο πολύ για τη σημασία του πράγματος. Η πρώτη καλή στο καινούριο της σπίτι.


Το διαμέρισμα αρχίζει επιτέλους να μοιάζει με κατοικήσιμος χώρος, διαπιστώνει με χαρά. Οι τελευταίες μέρες πέρασαν γρήγορα μα η κόπωση από την όλη διαδικασία, σε συνδυασμό με τις δύο εκδηλώσεις που είχε αναλάβει να καλύψει, της προκαλεί κάψιμο στους μυς και ένα γενικότερο βάρος. Είναι όμως κάτι το παροδικό. Το καινούριο σπίτι είναι αυτό που μετράει. Συνειδητοποιεί πως ένα μόνιμο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Δίχως να το πολυσκεφτεί, ξεκινά έναν γύρο του θριάμβου με ρυθμικά πολλές φορές βηματάκια, λες και παίρνει μέρος σε τίποτα παράξενα, αρχαία μυστήρια. «Ειρήνια», τα ονομάζει και γελά, καθώς αλαφροπατά από το σαλόνι στο υπνοδωμάτιο και πάλι έξω, χαϊδεύοντας τις κουρτίνες.

Το τελετουργικό χορευτικό της ευλογίας του νέου σπιτιού διακόπτεται απότομα όταν διαπιστώνει ότι μια κούτα με διάφορα μικροαντικείμενα έχει μείνει σε μια γωνιά και περιμένει τη σειρά της. Την κοιτάζει με περιπαικτικό ύφος και στη συνέχεια την παίρνει στα χέρια.

Μια μακρόστενη πόρτα δίπλα από το μπάνιο φιλοξενεί μια μικρή αποθήκη. Έχει ήδη τοποθετήσει μέσα της την ηλεκτρική σκούπα, μια σφουγγαρίστρα και άλλα είδη καθαρισμού. Ανοίγει την πόρτα και ρίχνει μια ματιά. Δεν υπάρχει πολύς χώρος στο πάτωμα αλλά στο φαρδύ ράφι, ανάμεσα σε κουτιά που δεν ανήκουν σε εκείνη παρατηρεί ένα κενό σημείο. Πριν προλάβει όμως να βάλει την άσωτη κούτα εκεί, το μάτι της πέφτει σε ένα τετράδιο που κείτεται ακουμπισμένο. Μπλε πλαστικό εξώφυλλο από αυτά που χρησιμοποιούσε στο σχολείο. Οι σελίδες του κιτρινισμένες, παχιές από τη χρήση και το μελάνι. Το τετράδιο είναι γεμάτο κείμενα. Όχι μαθητικά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η Ειρήνη ξεχνά την κούτα και κατευθύνεται στο σαλόνι. Κάθεται στον καναπέ και αρχίζει και διαβάζει. Κάτι υπάρχει εδώ, ανάμεσα στα δύο σκληρά μπλε χείλη. Νιώθει τυμβωρύχος και μαία ταυτόχρονα. Οι λίγες λέξεις που πρόλαβε να αντιληφθεί ενώ το ξεφύλλιζε στην αποθήκη την ιντρίγκαραν. Μια φευγαλέα σκέψη, πύρινη: Να το επιστρέψει στον σκιερό, ήσυχο τόπο του και να το απαθανατίσει με μόνη πηγή φωτός ό,τι χωρούσε από την πορτούλα. Ανοιχτό, στο τρίστιχο που διαβάζει και ξαναδιαβάζει:

Εμείς, οι υποτίθεται άνθρωποι,

τσιμπολογάμε τα πίτουρα που μας δίνει ο κόσμος

και μετά, κοκορευόμαστε πως ζούμε.


Ποιος μπορεί να έγραψε κάτι τέτοιο, αναρωτιέται και ξάφνου αισθάνεται σαν ηρωίδα κάποιου βιβλίου. Διαβάζει πριν και μετά το απόσπασμα αυτό αλλά δεν είναι σίγουρη πως καταλαβαίνει. Το κείμενο μοιάζει να έχει συνοχή αλλά παράλληλα και όχι. Λογικά πρόκειται για προσωπικές σημειώσεις, γραμμένες με λογοτεχνική διάθεση. Οκέι, κάπως επιτηδευμένο, σκέφτεται, αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον της δεν έχει μειωθεί. Γυρνά τις ταλαιπωρημένες σελίδες στην αρχή. Το χριτς-χρατς τους είναι σχεδόν ερωτικό. Ανάβει ένα τσιγάρο και βουτάει μέσα τους. Δεν μπορεί να μην αισθανθεί και λίγες τύψεις, που εισχωρεί βίαια στον εσωτερικό κόσμο του προηγούμενου ιδιοκτήτη, γιατί πιθανότατα σε αυτόν ανήκει το τετράδιο.

Είναι ένα παζλ, μια ωμή εκμυστήρευση και παράλληλα ένα υπερφίαλα συναισθηματικό πράγμα, αυτό που προσλαμβάνει ο νους της Ειρήνης καθώς οι λέξεις πετάγονται από το χαρτί πάνω της σαν σαΐτες.

Μια διαδρομή που ξεκινά από ένα κόκκινο σπίτι, όπου ο ήρωας διαρκώς επιστρέφει μετά από διάφορες, ας το πούμε, περιπέτειες εξερεύνησης του κοινότοπου που γι' αυτόν όμως είναι συναρπαστικές και τρομακτικές. Επιστρέφει πάντοτε πίσω απογοητευμένος, υμνώντας την ανωμαλία της ύπαρξής του, όπως γράφει σε μια παράγραφο. Ο κόσμος δεν τον καταλαβαίνει επειδή ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τον κόσμο επειδή ο κόσμος δεν τον καταλαβαίνει.

Σε ένα από τα πολλά, ψευτο-ποιητικά σημεία, το σπίτι το παρομοιάζει με όστρακο:

Συνάντησα τη νύμφη της παγωμένης λίμνης ένα βράδυ
που είχε ζέστη αλλά έβρεχε.
Μου χαμογέλασε μέσα από τις ρωγμές του κόκκινου φορέματος της.
Περπατούσε παράξενα,
σα να της είχαν σπάσει τα πόδια
οι τιτάνες της υπεροψίας.
Αναθάρρησα και σπαρτάρισα μέσα στ' όστρακό μου.
Το ασπόνδυλο σώμα μου
συσπάστηκε βίαια
και πετάχτηκε έξω.
Ήταν όμορφα μα δε μπορούσα να αναπνεύσω.
Μπήκα ξανά μέσα κλαίγοντας, με τις βλέννες να κυλούν.
Η νύμφη
έτριξε τα δόντια που της είχαν απομείνει,
πέταξε το φόρεμα της και άρχισε να χορεύει γυμνή στη βροχή.
Από
τότε, έχω ανοίξει μια τρύπα στ' όστρακό μου και την παρατηρώ.
Συνέχισα να το κάνω έως ότου πέθανε, ένα
βράδυ σαν και εκείνο
που τη
πρωτοείδα.


Η Ειρήνη δεν μπορεί να μην ρουθουνίσει με τη χρήση κάποιων βαρύγδουπων εκφράσεων. Μα, αν το σκεφτείς καλά, το κείμενο δεν μοιάζει να προορίζεται για άλλα μάτια πέραν του συγγραφέα. Εξυπηρετεί έναν σκοπό συγκεκριμένο. Συνεπώς συγχωρεμένος. Όχι, δεν της πέφτει πραγματικά λόγος, ούτε να το κρίνει, ούτε και να το σχολιάσει μα έχει εγκλωβιστεί μέσα στο μπλε τετράδιο, μέσα στο κόκκινο σπίτι του πρωταγωνιστή. Από την άλλη όμως, σκέφτεται τώρα, γιατί να το αφήσει εκεί μέσα, στο υγρό σκοτάδι της αποθηκούλας; Της φαίνεται τώρα αντιφατικό να ξέχασε να πάρει μαζί του κάτι τέτοιο. Άρα, μήπως ήθελε όντως κάποιος να το διαβάσει; Ένα είδος κατάθεσης που θα έκανε τον αναγνώστη να έρθει κοντά του έστω και με αυτόν τον τρόπο;

Οι ερωτήσεις αρχίζουν και συσσωρεύονται επικίνδυνα και οι σελίδες είναι ακόμα πολλές. Πριν κάνει όμως οποιοδήποτε βήμα προς την κατανόηση του κειμένου και τη διερεύνηση της προέλευσής του, πρέπει επειγόντως να βγάλει μια φωτογραφία. Δεν αντέχει θαρρείς.

Ψάχνει σε ένα ξύλινο κουτί με διάφορα ενθύμια από εκδρομές. Δεν αργεί να ανακαλύψει αυτό που φαγουρίζει το μυαλό της: Ένα μεγαλούτσικο κοχύλι. Γελά δυνατά όταν συνειδητοποιεί πως και αυτό, έχει μια τρυπίτσα στο αρχαίο δέρμα του. Η σπείρα του μοιάζει να βαθαίνει στο άπειρο. Κοιτάζει φευγαλέα μέσα του, μήπως και ανακαλύψει ίχνη βλέννας.

Μια γρήγορη προετοιμασία: Το μοντέλο ελαφρώς βρεγμένο, ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι. Ένα σκούρο φόντο από χαρτόνι. Μια έξυπνη λάμπα, προσαρμοσμένη να ξεχύνει κόκκινο φως. Κλείνει τα παντζούρια ώστε να αποφευχθεί κάθε εξωτερική παρέμβαση. Σόρρυ, αγαπητέ μου ήλιε! Κλικ.

Το αποτέλεσμα είναι καυτό και τραχύ από τον θόρυβο που προκαλεί το χαμηλό φως. Οι σκιές που διατρέχουν το δεξί του μισό κάνουν τις αυλακώσεις να μοιάζουν με μικρά φαράγγια. Είναι όπως το φαντάστηκε. Είναι αυτό που θέλει. Η φωτογραφία θα μπει στον τοίχο!

Μια βάφτιση που πρέπει να καλύψει την αναγκάζει να αφήσει το τετράδιο και να βγει από το σπίτι. Οι σκέψεις πάνω στο ποιος και το γιατί του κειμένου όμως την ακολουθούν. Το μεγαλύτερο όμως ερώτημα, της ήρθε ανάμεσα στα δυνατά φώτα που ήταν στημένα στην εκκλησία και το κλάμα του συγχωρεμένου από το προπατορικό αμάρτημα μωρού: Εσύ, Ειρήνη, γιατί κόλλησες μ' αυτό; Γιατί επηρεάστηκες τόσο; Γιατί μοιάζεις να έχεις χάσει τη σημασία του ονόματός σου;


Επιστρέφει αργά το απόγευμα σπίτι. Το κεφάλι της βουίζει και τα πόδια της πονάνε. Μα τώρα που κατεβαίνει από τη στάση του λεωφορείου, που στρίβει τον κεντρικό και μπαίνει στην οδό της, που πλησιάζει ξανά στο τετράδιο νιώθει ένταση, προσμονή. Βάζει το κλειδί στην εξώπορτα και ανοίγει. Στέκεται για λίγο ανάμεσα στα ταχυδρομικά κουτιά και τον μεγάλο καθρέφτη, κοιτάζοντας ευθεία προς το ασανσέρ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο κινητό της. Η ώρα είναι καλή για ερωτήσεις, σκέφτεται. Αν ο πολυάσχολος ιδιοκτήτης είναι στο σπίτι βέβαια. Δεν τρελαίνεται στην ιδέα να του μιλήσει αλλά το μυστήριο έχει κερδίσει τη μάχη.

Πατάει το 3 και μερικά μεταλλικά αγκομαχητά αργότερα στέκεται μπροστά στην πόρτα του. Ο ήχος του κουδουνιού είναι ένα τσιριχτό τρίξιμο βγαλμένο από κάποιο παλιό θρίλερ. Κάνει το βουητό στο κεφάλι της να χειροτερέψει. Σα να ακούει βήματα από μέσα αλλά η πόρτα συνεχίζει να στέκεται κλειστή και ακίνητη. Πάει να φύγει αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζει γνώμη και ξαναχτυπά το υστερικό κουδούνι. Αυτή τη φορά η πόρτα ανοίγει. Ο σπιτονοικοκύρης της τη χαιρετίζει εύθυμα. Ναι, όλα καλά, απαντά στην ερώτηση που της κάνει. Κανένα πρόβλημα με το σπίτι αλλά... Εκείνος παίρνει μια έκφραση περιέργειας που κάνει το πρόσωπό του να μοιάζει με γελοιογραφία.

Τον ρωτάει ποιος έμενε στο σπίτι πριν από εκείνη. Ελπίζει να μην φαίνεται αδιάκριτη. Ένας ηλικιωμένος, της απαντά. Παράξενος άνθρωπος γενικά. Ζούσε πολλά χρόνια εκεί αλλά δεν δημιούργησε ποτέ πρόβλημα, ούτε άφησε χρέη. Πέθανε πριν λίγες εβδομάδες, γι' αυτό και το σπίτι έγινε διαθέσιμο. Γιατί τον ρωτούσε όμως;

Ένας κόμπος ήρθε και δημιουργήθηκε στον λαιμό της Ειρήνης. Να 'ταν το άκουσμα του θανάτου του συγγραφέα ή το γιατί του ιδιοκτήτη που την έκανε να νιώθει ότι παραβιάζει κάποιον μυστικό όρκο;

Διστακτικά, του αναφέρει όσο αόριστα γίνεται την ανακάλυψη ενός τετραδίου με σημειώσεις που προφανώς άνηκε στον αποθανόντα. Οι λέξεις της βγαίνουν βαριές, σκοτεινές, λες και είναι καλυμμένες με πίσσα. Ο ιδιοκτήτης της τη ρωτάει για το περιεχόμενό των σημειώσεων. Του φαίνεται και κείνου πολύ ενδιαφέρον και θα ήθελε να μάθει κι άλλα, αν και έχει κάποια σημαντικά τηλεφωνήματα να κάνει. Θα ήθελε μήπως η Ειρήνη να έρθει μέσα; Εκείνη αρνείται ευγενικά. Έχει και η ίδια δουλειές να κάνει. Ξεκινά να στραφεί προς τις σκάλες. Η ερώτηση για το περιεχόμενο του τετραδίου αντηχεί ξανά στον διάδρομο και την κάνει να σταθεί. Συμπαθούσε εκείνον τον γέρο πολύ, της λέει, παρά την ιδιορρυθμία του, και αυτή η ανακάλυψη ίσως βοηθήσει στο να τον γνωρίσει καλύτερα, έστω και μετά θάνατον. Δεν είχε κανέναν συγγενή ή φίλο από όσο ήξερε.

Όλο αυτό την κάνει να μαλακώσει τη στάση της απέναντί του. Οι πληροφορίες για τον συγγραφέα φωτίζουν τώρα το μυστηριώδες κείμενο με έναν καινούριο τρόπο, σα να τραβάς μια φωτογραφία με άλλες ρυθμίσεις. Ίσως τελικά να όφειλε να μοιραστεί την ανακάλυψη με κάποιον που ήξερε και εκτιμούσε τον δημιουργό.

Η Ειρήνη τού περιγράφει το ύφος και το είδος των σημειώσεων. Δίχως να το πολυσκέφτεται. Είναι παράξενο να ακούει δυνατά τις σκέψεις της πάνω σε αυτό το λογοτεχνικό κολλάζ που σημάδεψε τη μετακόμισή της. Δεν φιλτράρει τίποτα. Αναφέρει και την προσωπική της γνώμη, το πόσο μελοδραματικό μοιάζει το κείμενο σε κάποιες φάσεις αλλά και το όμορφο νόημα που μέλει ν' ανακαλυφθεί ανάμεσα στις λέξεις. Η πίσσα έχει διαλυθεί, συνειδητοποιεί. Εκείνος την ακούει με προσοχή, γνέφει στα σχόλια της και την ενθαρρύνει να συνεχίσει. Θέλει να μάθει ακόμα περισσότερα, τι πιστεύει κάποια που δεν ήξερε τον συγγραφέα.

Ναι, θα του πει κι άλλα για το κείμενο όταν το τελειώσει, τον διαβεβαιώνει πριν φύγει. Θα του το φέρει να το διαβάσει και ο ίδιος, συμπληρώνει. Ο ιδιοκτήτης χαμογελά. Κάπως παράξενα αλλά γενικά έτσι ήταν οι εκφράσεις του, όσο μπορούσε να συμπεράνει.

Παρά τον φόρτο εργασίας -ένα σωρό φωτογραφίες από τη βάφτιση που περιμένουν να τις ξεδιαλέξει και να τις επεξεργαστεί- η Ειρήνη βρίσκεται ξανά στον καναπέ κρατώντας το τετράδιο. Το σπίτι μπορεί φυσικά να μην έχει γίνει ακόμα σπιτικό αλλά προς το παρόν είναι ένας ναός. Ενός ανθρώπου αλλόκοτου. Νιώθει πως αρχίζει να τον μαθαίνει, τα χημικά του εγκεφάλου της κάνουν το αρνητικό της προσωπικότητάς του να εμφανιστεί, να γίνεται όλο και πιο ευκρινές. Πώς να έμοιαζε άραγε, μια σκέψη ξεπηδά. Μικρή παύση. Αναζήτηση στο ίντερνετ. Τα αποτελέσματα ασαφή, το όνομά του δεν ήταν ιδιαιτέρως ξεχωριστό. Προσπαθεί όμως να τον φανταστεί έως ότου ο ιδιοκτήτης να την τον περιγράψει. Το θέλει όμως πραγματικά αυτό; Ίσως οι λέξεις που άφησε πίσω να είναι αρκετές, το μόνο για το οποίο ήθελε ο ίδιος να τον θυμούνται. Ίσως στο τέλος του κειμένου να υπάρχουν οδηγίες προς τον αναγνώστη: Τύπωσέ το, διέδωσέ το με κάθε τρόπο, καψ' το! Μια νοητική φαγούρα να κοιτάξει την τελευταία σελίδα την κατακλύζει. Όχι, αντιστέκεται σθεναρά. Θα συνεχίσει κανονικά να διαβάζει.

Αρκετά αργότερα, τα χέρια της τρέμουν. Το κείμενο έχει μετατραπεί σε μια εξομολόγηση ουσιαστικά. Η γραφή είναι απλούστερη μα κάνει τις σελίδες να ζυγίζουν περισσότερο. Ο ήρωας στέκεται γαλήνιος και συνειδητοποιημένος, στο μάτι ενός μελανού κυκλώνα. Καμιά πέντε-έξι σελίδες μένουν. Το απόσπασμα το οποίο την έχει κάνει να αντιδράσει έτσι όμως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το τέλος. Μια πικρή ερώτηση πολλαπλής επιλογής, ικανή να εγείρει κι άλλα ερωτήματα στον αναγνώστη:

Δεν ξέρω τι θα επικρατήσει τελικά. Η ντροπή, ο φόβος ή μια λαχτάρα για κάτι καλύτερο;


Δεν ξέρει αν θέλει να μάθει. Μπορεί να μην πρόλαβε και ο ίδιος να μάθει, σκέφτεται η Ειρήνη, διαπιστώνοντας πως τα μάγουλά της είναι υγρά. Προς το παρόν παίρνει το τετράδιο, ανοιγμένο ακόμα εκεί, σαν στόμα που θέλει να ουρλιάξει και το τοποθετεί εκεί που το πρωτοείδε. Η πρότερη ιδέα της φωτογράφισης του μέσα στην αποθήκη ανθίζει, αν και το λουλούδι αυτό είναι διαφορετικό.

Τρέμοντας ακόμη, τοποθετεί το τετράδιο ανοιχτό στο ράφι. Πάνω του πέφτει το ασθενικό φως του διαδρόμου. Ρυθμίζει τη μηχανή: Υψηλή φωτοευαισθησία, χαμηλή ταχύτητα κλείστρου, χειροκίνητη εστίαση. Κλικ.

Ένα θολό και δυσανάγνωστο χειρόγραφο μέσα σε ένα ψηφιακό, χιονισμένο τοπίο. Ίσως αυτή να ήταν τελικά η ουσία του. Ή απλώς η δική της εντύπωση. Κάτι προσωπικό που δεν επιθυμεί να το μοιραστεί. Όχι, της χτυπά την πόρτα η έμπνευση, η ανάγκη. Δεν είναι έτσι τα πράγματα! Κάτι άλλο πρέπει να κάνεις, Ειρήνη.

Επεξεργάζεται τη φωτογραφία. Όχι πολύ, δεν χρειάζεται. Στη συνέχεια την τυπώνει. Ντύνεται και βγαίνει στον δρόμο. Έχει νυχτώσει και κάνει ψύχρα. Περπατά στους δρόμους της γειτονιάς με τρόπο που θυμίζει ληστή. Όταν βρίσκει το κατάλληλο σημείο η καρδιά της χτυπά δυνατά. Είναι ένας πέτρινος τοίχος ενός παλιού κτιρίου. Δεν υπάρχουν αφίσες κολλημένες εκεί. Κοιτάζει τριγύρω. Ευτυχώς δεν υπάρχουν περαστικοί. Κολλάει τη φωτογραφία. Η λάμπα του δήμου μπροστά τη φωτίζει όμορφα. Απομακρύνεται ευχαριστημένη. Ακόμα δεν έχει καταλάβει γιατί έχουν συμβεί όλα αυτά, γιατί έχει νιώσει τέτοιο δέσιμο με το κείμενο στο μπλε τετράδιο, με τον άγνωστο, νεκρό ένοικο του διαμερίσματός της. Ξέρει όμως πως γι' αυτήν, η λαχτάρα για κάτι καλύτερο έχει επικρατήσει εδώ και καιρό. Έτσι δεν είναι;

Πλησιάζει την πολυκατοικία της. Το μυαλό της ήδη ταξιδεύει στο ποιος μπορεί να έχει ήδη ρίξει τη ματιά του στη φωτογραφία. Τι μπορεί να σκέφτηκε όταν την αντίκρισε. Τι να ένιωσε. Θέλει να γυρίσει στον τόπο του εγκλήματος, να κρυφοκοιτάξει τους δυνητικούς θεατές. Όχι. Απομένουν μερικές σελίδες. Πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι. Της; Του; Χμ...

Διαπιστώνει ότι η γριούλα του πρώτου έρχεται από την αντίθετη μεριά, συγκλίνουν οι δυο τους προς την είσοδο. Σέρνει ένα μεταλλικό καροτσάκι με πράγματα από το σούπερ μάρκετ. Η Ειρήνη τη χαιρετά και προσφέρεται να τη βοηθήσει να το ανεβάσει ως το ανώγειο. Όχι απόλυτα από ανιδιοτέλεια είναι η αλήθεια. Η γριούλα την ευχαριστεί.

Η ερώτηση βγαίνει γρήγορα από το στόμα της, τα σκαλιά είναι μετρημένα. Ήξερε μήπως τον ηλικιωμένο κύριο που ζούσε πρότερα στο διαμέρισμά της; Τι γνώμη είχε άραγε για κείνον; Ναι, γνωρίζει ότι κάνει σαν γυναικούλα παλιάς ελληνικής ταινίας μα πρέπει να μάθει. Όσο γίνεται περισσότερα.

Η γιαγιά κοντοστέκεται δυο σκαλιά πριν την είσοδο του κτιρίου. Την κοιτάζει παραξενεμένα. Δεν έμενε κανείς τέτοιος στο διαμέρισμά σου, της λέει. Ο σπιτονοικοκύρης σου έμενε, χρόνια. Όταν συγχωρέθηκε η μάνα του που έμενε στον τρίτο, μετακόμισε εκεί και αποφάσισε να νοικιάσει εκείνο στον δεύτερο που ήταν και μεγαλύτερο.

Τα δύο σκαλιά και τα λιγοστά βήματα μέχρι το ασανσέρ μοιάζουν ατελείωτα, ονειρώδη. Μετά ανέλκυση. Μεταλλικοί τριγμοί και τριγμοί στην πραγματικότητα της. Αποχαιρετά τη γριούλα. Συνεχίζει προς τα πάνω. Μπαίνει στο σπίτι. Ποιανού;

Δεν ξέρει πώς οφείλει να αντιδράσει. Το διαμέρισμα είναι ένα κουκλόσπιτο στο μυαλό της πλέον. Κοιτάζει τριγύρω και νιώθει το βλέμμα του παντού θαρρείς. Θέλει να το αντιστρέψει αυτό, να ολοκληρώσει το παιχνίδι. Μα πρώτα, πρέπει να διαβάσει τις υπόλοιπες σελίδες.

Γελά δυνατά. Μια σελίδα έχει μείνει ουσιαστικά. Οι υπόλοιπες είναι λευκές. Αυτή, η μία, είναι μαύρη σαν το ίχνος ενός κατατρομαγμένου χταποδιού. Μουντζουρωμένη μέχρι τέλους, μεθοδικά και ψυχαναγκαστικά. Η Ειρήνη όμως μπορεί να διακρίνει και ίχνη από κείμενο, γραμμένο από πάνω με κάτι ακόμα πιο σκούρο. Δεν είναι δυνατό να διαβαστεί. Μπορεί δηλαδή με λίγη προσπάθεια μα δεν είναι της μοίρας του. Το ξέρει μετά βεβαιότητος.

Μια κίνησή της και το φως της λάμπας κάνει τη μελανή σελίδα να γυαλίσει. Ένα αμυδρό είδωλο της Ειρήνης ζωντανεύει μέσα της για μια στιγμή. Τώρα καταλαβαίνει τα πάντα. Ξέρει και πώς ακριβώς πρέπει να ολοκληρώσει το παιχνίδι.


Το κουδούνι του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου σκούζει και λίγο μετά, η μορφή του σπιτονοικοκύρη της εμφανίζεται στο κατώφλι. Η Ειρήνη κρατά το τετράδιο, το χέρι της προτεταμένο. Του το προσφέρει πριν καλά-καλά προλάβει να μιλήσει, πριν ν' αλλάξει την έκφραση στο πρόσωπό του. Τον κοιτάζει, πραγματικά αυτήν τη φορά. Ξέρω, σα να του λέει. Εσύ είσαι εκεί μέσα. Το στόμα της κυριολεκτικά του λέει να έρθει στο διαμέρισμά της. Του. Τους; Θα ήθελε να τον φωτογραφίσει. Σιωπή, τον προστάζει σχεδόν όταν εκείνος προσπαθεί να αρθρώσει κάτι. Όχι άλλες λέξεις. Είναι ώρα για εικόνες.

Στο σαλόνι έχει στήσει δύο προβολείς που ξεχύνουν σκληρό φως απ' ευθείας πάνω στον τοίχο. Τον βάζει ανάμεσά τους. Τα μάτια του μισόκλειστα από την ένταση. Το δέρμα, τα ρούχα του πύρινα. Του δίνει να κρατήσει το τετράδιο. Εκείνος το παίρνει. Μοιάζει σαν παιδάκι που ανέβηκε να διαβάσει ποίημα για την 28η Οκτωβρίου και αναφώνησε ναι.

Η μηχανή της είναι ρυθμισμένη με ανώμαλο τρόπο. Το φλας ενεργοποιημένο. Κλικ. Κλικ. Κλικ.

Το αποτέλεσμα είναι ένα φασματικό πορτραίτο. Η μορφή του λάμπει εκτυφλωτικά. Καμία σκιά δεν τη σπιλώνει. Δεν υπάρχουν πλέον εμφανή χαρακτηριστικά. Μονάχα λάμψη και θερμότητα. Όπως ακριβώς το επιθυμούσε, όπως το φανταζόταν.

Το βλέμμα της τραβιέται από την οθόνη της κάμερας, κοιτάζει ξανά ευθεία. Δεν βλέπει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού αλλά τον εαυτό της, γυμνό πάνω στην επιφάνεια ενός καθρέφτη που τον λούζουν δύο μικροί ήλιοι.

Στην αρχή ντρέπεται. Για πολλά.

Μετά φοβάται. Πολλά, πάρα πολλά.

Στο τέλος, λαχταρά κάτι καλύτερο. Πολύ.

Για αρχή, ξέρω τι θέλω να κάνω, λέει δυνατά. Θέλω να γράψω μια ιστορία για κάποιον.

Βρίσκει ένα παλιό μπλε τετράδιο που είχε κρατημένο από το σχολείο. Παίρνει ένα στυλό και ξεκινά:

Κοιτάζει το άδειο διαμέρισμα. Σωροί από κούτες δεσπόζουν τριγύρω, ένα μικρό χαρτονένιο χάος που σύντομα θα μετατραπεί σε σπίτι. Ή και σπιτικό, ποιος ξέρει τι θα φέρει το μέλλον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κουνούπι

Το πρώτο ψέμα

Μνημοσμή