Μνημοσμή

 

Η Καρίν προσγειώθηκε σε μία από τις κενές θέσεις του διαστημοδρομίου, ανάμεσα σε δύο άλλα σκάφη αρκετά μεγαλύτερα από το δικό της. Το ταξίδι ήταν κουραστικό και οι μυς της απαιτούσαν τέντωμα. Επτά μέρες παραχωμένη σε έναν χώρο που θύμιζε περισσότερο μακρόστενη ντουλάπα δεν ήταν ιδανικό για το σώμα της. Το στομάχι της επίσης ήθελε πράγματα: Κανονικό φαγητό, όχι άλλες μερίδες τεχνητού πολτού. Όσες διαφορετικές γεύσεις και να είχε, παρέμενε μια αναγκαστική ταξιδιωτική αηδία.

Σηκώθηκε από το φθαρμένο, μαύρο κάθισμα και άρχισε να τρίβει τους μηρούς της. Το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού ήταν δύσκολο λόγω της ζώνης των αστεροειδών που δέσποζε στο σύστημα αυτό, αλλά κυρίως λόγω των πυκνών σύννεφων που έντυναν τον πλανήτη. Η προσγείωση είχε υπερκορέσει το αίμα της με αδρεναλίνη. Οι αισθητήρες και ο κινητήρας του μικρού επιβατικού της δεν συγκρίνονταν με αυτά των εμπορικών αστρόπλοιων. Χρειαζόταν μεγαλύτερη προσήλωση και προσπάθεια, αλλιώς δεν ήταν απίθανο να κατέληγε ένα παγωμένο πτώμα σε τροχιά ή ένας οργανικός πολτός σε κάποιο τμήμα της ερήμου που κυριαρχούσε στον πλανήτη. Αλλά προτιμούσε να βασίζεται στα μάτια και τα ιατρικώς ενισχυμένα αντανακλαστικά της από το να προγραμμάτιζε μια πορεία και μετά να κοίταζε βαρεμένα τις οθόνες του σκάφους. Ήταν διασκεδαστικό, παρά τον κίνδυνο, και το κυριότερο; Την έκανε να νιώθει ζωντανή. Κάτι που το χρειαζόταν.

Έριξε μια ματιά τριγύρω, ενώ έκανε μερικές διατάσεις. Στο πάνω μέρος του κεφαλιού της είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας πόνος μα δεν ήθελε να πάρει κάτι. Έβρεχε στον Μπάιρον-6, όπως συνέβαινε τις περισσότερες μέρες του χρόνου σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε διαβάσει. Το τζάμι του πιλοτηρίου είχε γεμίσει με λεπτά ρυάκια σαν δάκρυα. Η βροχή ήταν όξινη, την ενημέρωσε ένας μετρητής, κάτι επίσης όχι παράξενο. Τι μέρος, Θεέ μου, σκέφτηκε ξεφυσώντας δυνατά. Στο βάθος, τα κτίρια της Αχλύς, της μοναδικής πόλης, έμοιαζαν έτοιμα να λιώσουν. Τα φώτα της, πράσινες και κόκκινες μουντζούρες που τρεμόπαιζαν.

Ο Μπάιρον-6 ήταν ένας από τους πλανήτες που κάποτε άνηκαν στον Όντυ Μπάιρον, μεγιστάνα μεταλλευμάτων και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων που κατάφερε να χρεοκοπήσει ξοδεύοντας τα λεφτά του σε τρελές εξερευνητικές αποστολές. Και σε οίκους ανοχής, η Καρίν διάβασε σε ένα από τα άρθρα που είχε βρει. Το όνομά του ήταν κατασκευασμένο, εμπνευσμένο από πρόσωπα του παρελθόντος. Η καταγωγή του ήταν από τη Νότια Ευρώπη, στη Γη. Πώς γίνεται να είσαι ο ιδιοκτήτης τόσων πλανητών και εταιριών και να καταφέρεις να τα χάσεις όλα; Το μυαλό της Καρίν αδυνατούσε να το συλλάβει.

Κανείς δεν ήξερε τι είχε απογίνει ο Όντυ Μπάιρον. Κάποιοι είπαν ότι αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια ενός οργίου. Άλλοι, ότι είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι ενός από τα εννιά μυστικιστικά Τάγματα που είχαν ανθίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Ίσως να ζούσε αόρατος σε κάποιον από τους πρώην πλανήτες του, υπέθετε μια δημοσιογράφος, κάνοντας τον μπάρμαν ή τον επιστάτη. Οι πληροφορίες για τη ζωή του ήταν αναρίθμητες και έκαναν τον χρόνο του ταξιδιού να περάσει κάπως πιο ευχάριστα. Ήταν μια καλοδεχούμενη απόσπαση από τις δικές της σκέψεις. Γαμώτο, πόσο πολύ της έλειπε ο Πωλ!

Ήλπιζε ότι το ταξίδι ως εδώ δεν θα ήταν αποτυχία. Αλλιώς, ο Μπλε Τζέι θα το μετάνιωνε οικτρά, που της είχε πλασάρει μια τέτοια πληροφορία. Τα δερματικά του εμφυτεύματα θα άλλαζαν χρώμα από το ξύλο που θα του έριχνε. Δεν το εννοούσε φυσικά, τον αγαπούσε τον μαλάκα σαν αδελφό της. Αλλά δεν παίζουν με τέτοια πράγματα. Ήταν όμως σίγουρος, της έλεγε και της ξανάλεγε με τη λεπτή φωνή του. Η πηγή του ήταν «εξακόσια τοις εκατό αξιόπιστη». Τέτοιο ποσοστό ακρίβειας σήμαινε ένα πράγμα: Ότι είχαν πηδηχτεί.

Ήταν όμως εφικτό κάτι τέτοιο, πραγματικά; Και τόσο καλό, το κυριότερο; Δεν θα βρισκόταν όμως σε έναν άγνωστο πλανήτη που πλέον λειτουργούσε ως κέντρο παράξενων και απόκρυφων δραστηριοτήτων αν δεν το πίστευε έστω και λίγο. Ή μήπως ήταν απλά τόσο γαμημένα απελπισμένη; Ίσως, αλλά δεν είχε να χάσει και κάτι άλλο ουσιαστικά. Οι σκέψεις της έγιναν ξανά αφόρητες. Το πρόσωπό του, η φωνή του άρχισαν να τριγυρνούν ξανά στο μυαλό της. Αλλά ήταν επίπονα θολά και δεν το άντεχε άλλο αυτό. Έμοιαζαν πλέον με τυχαίο όνειρο, λες και άνηκαν σε κάποιον που δεν είχε υπάρξει πραγματικά. Γιατί, γαμώτο, γιατί; Ακόμα και οι φωτογραφίες και τα βίντεο με αυτόν τα ένιωθε σαν ξεθυμασμένο ποτό, σαν τεχνητό πολτό ταξιδιού.

Έπιασε τα μαλλιά της σε κότσο και φόρεσε ένα χακί αδιάβροχο πάνω από το τζάκετ της. Έβαλε στην πλάτη της το μικρό σακίδιο με τα απαραίτητα και τράβηξε από μέσα του το στόμιο της φιάλης οξυγόνου. Το στερέωσε στο στόμα της. Το ελαφρύ σφύριγμα της συσκευής έμοιαζε με ψίθυρο. Πριν βγει έξω, σήκωσε την κουκούλα του αδιάβροχου.

Διάφορα ρομπότ που μετέφεραν κιβώτια και λοιπά ογκώδη αντικείμενα κυλούσαν στον χώρο ανάμεσα στα σκάφη. Η Καρίν παρατήρησε μια τεταμένη συνομιλία μεταξύ τριών ατόμων λίγο πιο κει αλλά συνέχισε να προχωρά, μη θέλοντας να δώσει στόχο. Δεν ήταν καθόλου κατάλληλο μέρος για περίεργους. Αυτή ήταν και η γοητεία του, υπέθετε.

Η Αχλύς ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά αλλά η Καρίν αποφάσισε να περπατήσει για να ξεμουδιάσει, αντί να νοικιάσει κάποιο σκούτερ ή άλλο όχημα. Ένας παχύσαρκος τύπος έξω από ένα από τα κτίρια του διαστημοδρομίου φάνηκε ιδιαίτερα επίμονος στο να της νοικιάσει ένα μονοθέσιο όχημα με μεγάλη αυτονομία. Επιτάχυνε και τον άφησε να παραμιλά.

Μετά από τριακόσια μέτρα η βροχή δυνάμωσε κάπως. Έτριζε ρυθμικά πάνω στο υδρόφοβο ύφασμα. Ίσως θα ήταν καλό να νοίκιαζε τελικά κάποιο σκούτερ. Δεν ήταν μόνο η απόσταση μέχρι την πόλη αλλά και μέχρι τη διεύθυνση που βρισκόταν το εργαστήριο.

Στάθηκε κάτω από ένα στέγαστρο μιας μακρόστενης αποθήκης και έβγαλε από το σακίδιο το τάμπλετ και τα γυαλιά της. Τα φόρεσε και πάτησε το κουμπί ενεργοποίησης στον έναν βραχίονα. Ενεργοποίησε επίσης τη μικρή τετράγωνη συσκευή και φόρτωσε τις πληροφορίες που της είχε δώσει ο Μπλε Τζέι, αφού πρώτα συνδέθηκε στο τοπικό Δίκτυο. Στο οπτικό της πεδίο εμφανίστηκαν στήλες από κείμενο σχετικά με οτιδήποτε έβλεπε τριγύρω. Έκλεισε όλες τις πληροφορίες εκτός από αυτές που αφορούσαν εστιατόρια και δρόμους. Θα έτρωγε σίγουρα κάτι πρώτα.

Η διεύθυνση του κτιρίου ήταν 5,2 χιλιόμετρα μακριά, είδε με την άκρη του ματιού της. Ένα λευκό βέλος τής έδειχνε την κατεύθυνση. Έδωσε οδηγία και ο χάρτης της Αχλύς εμφανίστηκε σαν όραμα. Ο προορισμός της ήταν μια κόκκινη κουκκίδα σε μια περιοχή λίγο μακριά από το κέντρο. Έκανε ζουμ στις οδούς και εντόπισε ένα εστιατόριο με ικανοποιητική βαθμολογία και τιμές. Δεν ήθελε να πάθει δηλητηρίαση άλλα ούτε και να ξοδέψει περισσότερα απ' όσα μπορούσε. Ο μεγάλος άγνωστος ήταν πόσο θα κόστιζε... ό,τι διάολο ήταν αυτό που θα της έφτιαχναν. Ο Μπλε Τζέι της είχε πει τον όρο αλλά ήταν παράξενος και δεν τον συγκράτησε.

Το φτηνότερο όχημα που την έπαιρνε να νοικιάσει ήταν ένα σκούτερ. Πλησίασε ένα αυτόματο μηχάνημα, ένα κόκκινο κουτί με πλευρά τριών μέτρων και πλήρωσε. Μερικούς μεταλλικούς ήχους μετά, μια οπή άνοιξε και ένα ίδιας απόχρωσης με το μηχάνημα σκούτερ εμφανίστηκε σαν νεογέννητο, προωθημένο από μια ατσάλινη δαγκάνα. Ανέβηκε πάνω του και ξεκίνησε.

Η ταχύτητά της ήταν αρκετή για να κάνει τις όξινες σταγόνες να φεύγουν μακριά. Πέρασε από διάφορες λωρίδες που όριζαν το οδικό δίκτυο του διαστημοδρομίου και μπήκε στον κεντρικό δρόμο. Η Αχλύς την καλωσόρισε λίγο μετά με έντονα φώτα και καλυμμένα πρόσωπα. Όπως ήταν και το δικό της άλλωστε. Το κεφάλι της το ένιωθε ελαφρύ από την πείνα και το οξυγόνο που χάιδευε το λαρύγγι της. Το εστιατόριο που είχε διαλέξει δεν ήταν μακριά. Το λευκό βέλος την οδηγούσε ευλαβικά.

Δεν υπήρχε πολύς κόσμος στους δρόμους αλλά τα οχήματα ήταν αρκετά. Προσπέρασε ένα μαύρο αμάξι που κινούταν αργά και έστριψε δεξιά. Το κέντρο της Αχλύς ήταν γεμάτο μπαρ και καταστήματα που υπόσχονταν τα πάντα: Σεξ, ναρκωτικά, παράξενα φαγητά, οτιδήποτε για να ξεχάσει ο πελάτης ό,τι τον απασχολούσε. Μόνο που αυτή ήθελε να θυμηθεί...

Στο οπτικό της πεδίο εμφανίζονταν προσφορές από τα εστιατόρια, μιας και είχε αφήσει ανοιχτές τις πληροφορίες στα γυαλιά της. Τις αγνόησε, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στον δρόμο.

Το «Λορντήταν ένα μικρό μαγαζί σε ένα χαμηλό κτίριο χωρίς φώτα στους ορόφους. Τα παράθυρά του ήταν στενόμακρα και με μεταλλικά κουφώματα, όπως των περισσότερων κτισμάτων. Τα πράσινα γράμματα της ταμπέλας ήταν δυσανάλογα του μεγέθους του μαγαζιού. Μία μικρότερη, που βρισκόταν κάθετα δίπλα στην τζαμαρία, αναβόσβηνε ελπιδοφόρα, πληροφορώντας για τις γευστικές σούπες που πρόσφερε το εστιατόριο.

Η Καρίν μπήκε μέσα και πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς έβγαζε το στόμιο από το στόμα της. Ο υπάλληλος στο ταμείο ήταν ένας μελαχρινός νεαρός με στραβή μύτη και ένα φτηνό τεχνητό μάτι που έμοιαζε να κινείται ανεξάρτητα από τη θέληση του κατόχου του σώματος. Ένας ηλικιωμένος στο πίσω μέρος του τμήματος ήταν λογικά ο χειριστής των συσκευών της κουζίνας.

Παρήγγειλε ένα μπέργκερ με πατάτες και μια σόδα με γεύση μπλε δυόσμου. Ίσως κάποια άλλη φορά να δοκίμαζε τις περίφημες σούπες. Όχι πως ήταν πιθανό να ξαναβρεθεί σε αυτόν τον πλανήτη αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Έφαγε με λαιμαργία, νιώθωντας το στομάχι της να γεμίζει ηδονικά με κανονικό φαγητό. Το μπέργκερ ήταν νόστιμο, σε αντίθεση με τις πατάτες που ήταν μπαγιάτικες. Τις έφαγε όμως και αυτές. Τέλειωσε το αναψυκτικό της με μεγάλες γουλιές. Το κεφάλι της δεν πονούσε πια, διαπίστωσε με ικανοποίηση.

Η βροχή είχε σταματήσει εν τω μεταξύ. Έβαλε το στόμιο πίσω στο σακίδιο και συνέχισε την πορεία της. Η διεύθυνση ήταν 2,9 χιλιόμετρα μακριά. Καθώς έβλεπε με την άκρη του ματιού της την απόσταση να μικραίνει, η καρδιά της Καρίν άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Ίσως και αντιστρόφως ανάλογα με τον λευκό αριθμό. Σίγουρα τα γυαλιά θα μπορούσαν να της σχεδιάσουν ένα γράφημα αν ήθελε, σκέφτηκε και γέλασε σε μια προσπάθεια να διώξει το άγχος που κυλούσε ελεύθερο μέσα της σαν παράσιτο.

Ο προορισμός της ήταν ένα επταώροφο κτίριο κατοικιών που στο ισόγειο δέσποζε ένα μπαρ απ' όπου ξεχυνόταν ρυθμικό ελεκτροκίτς, γαρνιρισμένο με χάλκινα πνευστά. Έμοιαζε κακοσυντηρημένο, τα παράθυρα του πρώτου ορόφου ήταν καλυμμένα με λαμαρίνες. Το εργαστήριο βρισκόταν στον τρίτο όροφο, έλεγαν οι πληροφορίες της.

«Το καλό που σου θέλω, Τζέι» μουρμούρισε η Καρίν και μπήκε στο κτίριο.

Δεν υπήρχαν φώτα στους διαδρόμους και τις σκάλες. Έβγαλε έναν μικρό φακό από το σακίδιό της και άρχισε να ανεβαίνει. Υπήρχε μπόλικη σκόνη. Η δέσμη του φακού έμοιαζε με μαγικό σπαθί που την οδηγούσε στην απόκρυφη γνώση. Πέρα από τη μουσική του μπαρ δεν ακουγόταν κάτι άλλο, σε σημείο που αναρωτήθηκε αν έμενε όντως κάποιος στο κτίριο. Είχε δει φώτα στα παράθυρα πάντως. Σε ένα από τα διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου σαν να άκουσε έναν γδούπο και μια φωνή.

Στάθηκε στην κορυφή του κλιμακοστασίου του τρίτου ορόφου, ελαφρώς λαχανιασμένη. Κοίταξε τριγύρω με τον φακό της. Τέσσερα διαμερίσματα. Οι πληροφορίες δεν ανέφεραν αριθμό αλλά η πόρτα εκείνου που βρισκόταν στ' αριστερά της ήταν εμφανώς διαφορετική από των άλλων. Πιο συμπαγής, καθαρό ατσάλι βαμμένο αν μπορούσε να μαντέψει. Ένα μικρό θερμό φως έβγαινε από τη λάμπα πάνω από το κούφωμα. Έσβησε τον φακό, πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι.

Μια χαραμάδα λευκού φωτός εμφανίστηκε, και στη συνέχεια ένα στρογγυλό κεφάλι που άνηκε σε έναν νεαρό. Ήταν καστανόξανθος, με γένια μερικών ημερών και νευρικό βλέμμα. Δεν μίλησε. Απλά την κοιτούσε λες και δεν είχε ξαναδεί γυναίκα στη ζωή του.

«Μου είπαν ότι μπορείτε να φτιάξετε κάτι για μένα εδώ», είπε η Καρίν πνίγοντας τη δική της νευρικότητα. Ίσως να έπρεπε να είχε πιει κάτι αλκοολούχο μαζί με το μπέργκερ της. Πολύ αργά.

«Θα σου κοστίσει», απάντησε ο νεαρός κοφτά.

«Το ξέρω. Δεν ήρθα ως εδώ για να χαραμίσω τον χρόνο σας».

Η ατσάλινη πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Καρίν μπήκε μέσα. Ο νεαρός ήταν γεροδεμένος και φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι και μια μπλε φόρμα. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ήταν ενισχυμένα με μεταλλικές ράβδους και νευρονημάτια για μεγαλύτερη δύναμη και αίσθηση.

Ο χώρος έμοιαζε με ένα κανονικό σπίτι αν και υπήρχε μια αίσθηση παροδικότητας, σαν να βρισκόταν σε αίθουσα αναμονής κάποιας κλινικής. Οι τοίχοι ήταν πράσινοι, με πίνακες τοπίων και παλιές φωτογραφίες πόλεων και τα έπιπλα λιτά, φτιαγμένα από μέταλλο. Μια διαπεραστική μυρωδιά οινοπνεύματος (ή χημείας γενικότερα) πλανιόταν στον αέρα.

Ο νεαρός την οδήγησε σε έναν διάδρομο με τρεις πόρτες: Αριστερά, δεξιά και στο τέρμα. Στάθηκαν σε εκείνη αριστερά. Της έκανε νόημα να περιμένει. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε ελαφρά, βάζοντας το κεφάλι του μέσα. Μετά, την άνοιξε πλήρως. Μπήκαν σε ένα μεγάλο καλοφωτισμένο δωμάτιο γεμάτο με ντουλάπια, ψυγεία, τραπέζια με φιάλες και λοιπά όργανα χημείας και έναν σέρβερ. Ένα δις γωνιαίο γραφείο καταλάμβανε το κέντρο του, εμπρός από ένα μακρόστενο έπιπλο με βιβλία και ακόμα περισσότερα ντουλάπια. Πάνω του, δέσποζε ένας υπολογιστής.

Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα σηκώθηκε και πλησίασε την Καρίν. Ήταν μικρόσωμη, με λευκόξανθα μαλλιά και γωνιώδες πρόσωπο που έσφυζε από διαχρονική γοητεία. Στα χέρια και στο μισό της πρόσωπο είχε δερματικά εμφυτεύματα με υφή καφέ γούνας. Κοίταξε την Καρίν με τα πράσινα μάτια της.

«Είναι πολύ ιδιαίτερα αυτά που φτιάχνουμε εδώ», της είπε με μια εξίσου γοητευτική, βραχνή φωνή. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις κάτι τέτοιο;»

Είχε επτά μέρες ταξιδιού και άλλες τόσες από τότε που της είπε ο Μπλε Τζέι για αυτό το μέρος για να το σκεφτεί. Το ήθελε αυτό το πράγμα, το χρειαζόταν εδώ και έναν χρόνο κι ας μην ήξερε ότι υπήρχε. Από εκείνη τη μέρα που συνειδητοποίησε ότι η μνήμη της θάμπωνε, και μαζί τα συναισθήματά της.

«Ναι, δεν μου αρκούν πλέον ούτε τα βίντεο, ούτε οι προσομοιώσεις», είπε με αποφασιστικότητα.

Η γυναίκα πέρασε τα χέρια της στα μαλλιά της.

«Αυτό είναι ένα σημάδι ότι ίσως πρέπει να το ξεπεράσεις. Εκτός κι αν μιλάμε για κάποιο συγγενικό πρόσωπο που θέλεις να διατηρήσεις τη μνήμη του ζωντανή».

«Το τι πρέπει και τι όχι, άσε εμένα να το ξέρω καλύτερα», της απάντησε απότομα η Καρίν. «Δεν θες να βγάλεις λεφτά;»

Η γυναίκα γέλασε ελαφρά.

«Προφανώς και θέλω αλλά επειδή έχω δει πολλά και έχω και η ίδια δελεαστεί, μου αρέσει να συμβουλεύω μερικές φορές τους υποψήφιους πελάτες. Η επίδραση της μνημοσμής δεν είναι κάτι το απλό».

Μνημοσμή, είπε από μέσα της η Καρίν. Σωστά.

«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον αλλά επιμένω. Επίσης, θα ήθελα να δοκιμάσω κάποια, αν γίνεται. Να βεβαιωθώ ότι όντως αξίζει».

Η γυναίκα πήγε σε ένα από τα ντουλάπια στον τοίχο δίπλα από την πόρτα. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα σκουροπράσινο, γυάλινο φιαλίδιο. Πλησίασε την Καρίν και αφαίρεσε το πώμα.

«Μύρισε», της είπε με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της.

Στην αρχή, μια έντονη μυρωδιά πεύκου έφτασε στα ρουθούνια της. Μετά, ήρθε η έκρηξη. Χώμα, φλοιός δέντρου, η δροσιά ενός ρυακιού που κυλούσε λίγο πιο δίπλα, η αίσθηση ακτίνων ηλιακού φωτός στα μάτια της. Η Καρίν αποπροσανατολίστηκε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά από ενθουσιασμό, ευφορία αλλά και λίγο πανικό. Ανάμεσα στα βλεφαρίσματά της, έβλεπε τη φασματική εικόνα ενός δάσους. Χάθηκε μέσα του. Τα χέρια της σφίχτηκαν. Μια ακόμα μυρωδιά έκανε την εμφάνισή της, πιο αμυδρή από το κυριαρχικό συνονθύλευμα του δάσους. Σαπούνι με άρωμα μελιού. Όχι, αφρόλουτρο πιο σωστά. Είχε κάτι το ιδιαίτερο όμως η οσμή, που δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Ένα ακόμα στοιχείο...

Σταδιακά, η αίσθηση πέρασε. Η Καρίν έμεινε να κοιτάζει το δωμάτιο προσπαθώντας να βρει τους φυσιολογικούς της παλμούς, την κανονική της ανάσα.

«Θεέ μου», ψιθύρισε και είδε τη γυναίκα να χαμογελά ελαφρά.

«Η όσφρηση είναι κάτι πολύ ισχυρό, που πολλοί δεν του δίνουν σημασία».

Ένιωθε λες και είχε στιγμιαία τηλεμεταφερθεί κάπου αλλού. Ήταν απίστευτο. Μα επιπλέον, η όλη εμπειρία ενείχε και κάτι το παράξενο. Σαν να μην έπρεπε να βρίσκεται σε εκείνο το δάσος.

«Μία από τις δικές μου», συνέχισε η γυναίκα. «Απ' όταν είχα πάει πεζοπορία με τον νεογέννητο τότε γιο μου». Έδειξε έξω, εννοώντας προφανώς τον νεαρό που της είχε ανοίξει την πόρτα.

«Δεν ξέρω πώς διάολο γίνεται αλλά τώρα το θέλω ακόμα περισσότερο!»

Ήταν απίστευτο, σκεφτόταν ξανά και ξανά. Το μόνο ισάξιο -και μάλλον καλύτερο- ήταν οι πολυαισθητηριακές προσομοιώσεις που ελάχιστοι μπορούσαν να πληρώσουν.

«Δεν αποκαλύπτω τα μυστικά μου αλλά υπάρχουν πολλών ειδών συστατικά στα αρώματά μου», της απάντησε. «Κάποια επηρεάζουν ελαφρά και το μυαλό, δρουν συμπληρωματικά. Δυστυχώς, πολλοί απατεώνες φτιάχνουν φτηνιάρικα αρώματα και επιπλέον, τα νοθεύουν με ντριπ τριπ ή σάι-χάι. Πολλές ψυχές έχουν καεί από αυτά... Τώρα, έχεις κάποιο ρούχο από το πρόσωπο που περιλαμβάνεται στην ανάμνηση;» ρώτησε.

Το μυαλό της Καρίν ακόμα λες και παραμόνευε στο άγνωστο δάσος. Καθάρισε τον λαιμό της και άνοιξε το σακίδιο. Ο Μπλε Τζέι της είχε επισημάνει αυτή τη λεπτομέρεια που με τη σειρά του την είχε μάθει από την πηγή του.

Έβγαλε από μέσα ένα μπλουζάκι. Μαύρο, ελαφρώς ξεθωριασμένο, με ένα σύμπλεγμα από κίτρινα γεωμετρικά σύμβολα μπροστά. Το αγαπημένο του... Το είχε φορέσει αρκετές φορές και η ίδια, της ήταν σαν φόρεμα. Μετά τον θάνατο του Πωλ το είχε στην αγκαλιά της μόνιμα. Το μύριζε, κοιμόταν μαζί του.

«Δεν έχει μείνει μυρωδιά πλέον», είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί η φωνή της πολύ σπασμένη.

Η γυναίκα το πήρε προσεκτικά στα χέρια της και το τοποθέτησε σε ένα μακρόστενο μηχάνημα που θύμιζε αρχαίο σκάνερ.

«Τα μόριά του ακόμα υπάρχουν...»

Η Καρίν σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν. Ρούφηξε τη μύτη της. Ο ήχος χάθηκε πάνω από το βουητό του μηχανήματος.

Λίγο μετά ο θόρυβος σταμάτησε και η οθόνη στο εμπρός μέρος του εμφάνισε μια λίστα με σύμβολα χημικών ενώσεων και τα ποσοστά τους. Η γυναίκα πάτησε μερικά κουμπιά και της επέστρεψε το μπλουζάκι. Κατόπιν, άρχισε να περπατά προς το γραφείο.

«Τώρα, θέλω να μου πεις όλες τις λεπτομέρειες της ανάμνησης», είπε στην Καρίν και κάθισε στην καρέκλα. Το πρόσωπό της φωτίστηκε ψυχρά από την οθόνη του υπολογιστή.

Η Καρίν πλησίασε το γραφείο και κάθισε σε μια παλιομοδίτικη πολυθρόνα. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί πολύ. Η αίσθηση όμως έμοιαζε με κατεστραμμένο αρχείο. Γιατί, γαμώτο;

«Ήμασταν στον Πάρντες, σε έναν από τους λόφους που έβλεπαν στη Χοντ, την πρωτεύουσα». Άκουσε τη γυναίκα να πληκτρολογεί. Συνέχισε: «Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ναι, ξέρω, γλυκανάλατο μα αυτό ήθελε, αυτό του άρεσε». Συνειδητοποίησε πως ακουγόταν νευρική, λες και απολογούνταν για κάτι. Η γυναίκα συνέχιζε να πληκτρολογεί.

«Συνέχισε», της είπε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια.

«Είχε φάει θαλασσινά, ναι. Εγώ είχα παραγγείλει σαλάτα στο εστιατόριο, πριν. Δεν πεινούσα πολύ. Αρχίσαμε να μιλάμε για...»

«Δεν είναι απαραίτητο αυτό» τη διέκοψε. Οι λέξεις του Πωλ όμως συνέχισαν να παίζουν στο μυαλό της. Σαν θολή ταινία, όχι όπως όφειλαν.

Μια κρύα σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Η Καρίν άρχισε να κοιτάζει αόριστα τα βιβλία στο έπιπλο πίσω από τη δημιουργό της μνημοσμής. Η γυναίκα συνέχισε να πληκτρολογεί, μουρμουρίζοντας.

«Κάποια συστατικά δεν τα έχω έτοιμα, θα χρειαστεί να τα φτιάξω τώρα. Γενικά θα πάρει ώρα. Μπορείς να περιμένεις έξω ή να πας καμιά βόλτα», είπε.

«Θα περιμένω», απάντησε η Καρίν. Είχε αρχίσει να νιώθει μια έντονη κούραση.

Βγήκε από το εργαστήριο και κάθισε σε έναν από τους καναπέδες στο σαλόνι. Ο γιος της αρωματοποιού την πλησίασε και τη ρώτησε αν θέλει κάτι. Είχε κάτι το απωθητικό η εν γένει συμπεριφορά του μα ήταν ευγενικός.

«Έχετε βότκα, μήπως;»

Ο νεαρός ένευσε καταφατικά, με κάπως υπερβολικό ενθουσιασμό. «Μόνο», είπε και ένα γελάκι σαν τρίξιμο πόρτας βγήκε από το στόμα του. Της έφερε ένα χαμηλό ποτήρι λίγο μετά. Ευτυχώς, δεν έμεινε μαζί της.

Η αίσθηση του αλκοόλ μέσα της ήταν κατευναστική, αν και η μνήμη της επίδρασης της οσμής έφτυνε πίσω την ανυπομονησία. Θα τον ένιωθε κοντά της σε λίγο. Θα βρισκόταν στον λόφο ξανά. Τα λόγια που της είχε πει θα αποκτούσαν ξανά την αίσθηση που τους άξιζαν. Ένιωσε δάκρυα να προσπαθούν να κυλήσουν. Τα εμπόδισε. Ήπιε μια ακόμα γουλιά, άφησε το κάψιμο να την κυριεύσει.

Άνοιξε το τάμπλετ της και διάβασε αδιάφορα ειδήσεις από το τοπικό Δίκτυο. Χαζολόγησε με ένα αριθμητικό παζλ. Κοίταξε φωτογραφίες από μια εκδρομή στη θάλασσα με τον Μπλε Τζέι και τον τότε γκόμενό του, τον Άιζακ. Μετά, ξάπλωσε πίσω στον καναπέ. Τα μάτια της εστίασαν στην τετράγωνη διάταξη των σωλήνων με ξένον. Ένιωσε την όξινη οσμή της νευρικότητας να επιτίθεται. Κόντευε το άρωμα; Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Θυμήθηκε την ιστορία του θεμελιωτή του Μπάιρον-6 και τις διάφορες θεωρίες για αυτόν. Αναρωτήθηκε μεταξύ σοβαρού και αστείου αν ο ηλικιωμένος μάγειρας του «Λορντ 6» ήταν στην πραγματικότητα ο Όντυ Μπάιρον.

Ένα σκούντημα την έκανε να πεταχτεί. Είδε τον γιο της αρωματοποιού να στέκεται αμήχανα από πάνω της. Συνειδητοποίησε ότι την είχε πάρει ο ύπνος.

«Είναι έτοιμο», της είπε απαλά.

Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Ακολούθησε τον νεαρό μέχρι το δωμάτιο του εργαστηρίου.

Το μπουκαλάκι ήταν οβάλ και κόκκινο, έμοιαζε με μικροσκοπική καρδιά. Να ήταν συνειδητή η επιλογή άραγε; Η έκφραση της γυναίκας ήταν μειλίχια, γεμάτη ικανοποίηση.

«Ευχαριστώ...» ψέλλισε η Καρίν. Το μυαλό της ήταν καρφωμένο στο μαγικό υγρό.

«Εύχομαι να σε θεραπεύσει αλλά να μη σε δέσει», ήταν η απάντηση της ηλικιωμένης θαυματοποιού.

Πλήρωσε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

Το σκούτερ βρισκόταν ακόμα στη θέση που το είχε αφήσει. Η κακόφωνη μουσική συνέχισε να βγαίνει από το μπαρ. Είδε την ένδειξη της τοπικής ώρας στα γυαλιά της. Κόντευε να ξημερώσει, διαπίστωσε.

Η μπαταρία του σκούτερ ήταν στα τελευταία της και η Καρίν το οδήγησε έως τον κοντινότερο σταθμό της συγκεκριμένης εταιρίας, ένα χιλιόμετρο μακριά. Νοίκιασε ένα καινούριο και λίγο αργότερα βρισκόταν στο σκάφος της, με την αδρεναλίνη να στέλνει δονήσεις στους μυς και το κρανίο της. Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει ένα σκούρο γκρίζο χρώμα. Μέσα της όμως έκαιγε ένα κόκκινο όμοιο με αυτό του γυάλινου μπουκαλιού, όμοιο με το ηλιοβασίλεμα στον Πάρντες.

«Έρχομαι», ψιθύρισε και αναστέναξε. Με τρεμάμενα χέρια, τράβηξε το πώμα και μύρισε.

Ο Πωλ ήταν εκεί, δίπλα της. Η μυρωδιά του έκανε την παρουσία του ολοζώντανη. Ξαναγεννήθηκε μέσα στο μυαλό της με ασύγκριτη ένταση. Βρίσκονταν στον λόφο, ναι! Η Χοντ δέσποζε από κάτω τους. Οι λεπτομέρειες γύρω της, που τότε δεν είχε καν προσέξει, επέστρεψαν με καθαρότητα. Τα μάτια της έβλεπαν το μεγαλειώδες ηλιοβασίλεμα σαν το πιο αληθοφανές μετείκασμα του κόσμου. Ένα κόκκινο βαθύ, με μπλε, κίτρινες και πορτοκαλί πινελιές. Την είχε πρήξει τις προηγούμενες μέρες να πάνε να το δουν. Εκείνη τον πείραζε και έκανε την αδιάφορη μα στην πραγματικότητα το ήθελε και εκείνη πολύ, βλέποντάς τον τόσο ενθουσιώδη.

Άκουσε τα λόγια του να την πλημμυρίζουν. Η ανάμνηση λειτούργησε σαν το εφαλτήριο για να ζωντανέψουν και όλες οι υπόλοιπες. Η γνωριμία τους, η γλυκιά του μόνιμη νευρικότητα, οι συζητήσεις τους, οι γυμνές στιγμές τους. Μια αλληλουχία από συναισθηματικές εκρήξεις την κυρίευσαν ολοκληρωτικά. Ένιωσε καυτά δάκρυα να κυλούν. Η ανάσα της έγινε κοφτή από τους λυγμούς. Συνέχισε να είναι για αρκετή ώρα, ακόμα και όταν η επίδραση της μνημοσμής είχε παρέλθει.

Η Καρίν έμεινε ακίνητη στη θέση του πιλοτηρίου για ώρα. Ήταν αυγή, επισήμως. Είχε ηρεμήσει σωματικά αλλά το μυαλό της ήταν κορεσμένο από τον Πωλ, ακόμα έκαιγαν οι σπίθες. Ένιωθε μια αδιανόητη πληρότητα να την έχει καλύψει σαν εσωτερικό ρούχο. Μαζί με τη μνήμη του, που το μαγικό φίλτρο είχε επαναφέρει, η Καρίν τώρα είχε αρχίσει να σκέφτεται και άλλα πράγματα. Τα λόγια της ηλικιωμένης. Το δικό της μέλλον. Δεν θα σταματούσε ποτέ να σκέφτεται τον Πωλ. Αυτά που είχαν ζήσει. Την επίδρασή του στη ζωή της. Θα ήταν πάντοτε ευγνώμων για αυτά. Όμως...

Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα από ψεύτικο δέρμα και πήγε στο πίσω τμήμα του σκάφους. Στάθηκε πάνω από το μαύρο παραλληλόγραμμο που ήταν ο ανακυκλωτής μάζας. Έφερε το κόκκινο μπουκαλάκι στα χείλη της και το φίλησε στοργικά. Κατόπιν, το πέταξε μέσα στη συσκευή.

Η μηχανή του σκάφους βούιξε, έσπασε τη σιωπή της αυγής. Η Καρίν απογειώθηκε και λίγο αργότερα βρισκόταν μακριά από τη βαρυτική επίδραση του Μπάιρον-6. Επιτάχυνε, χωρίς να ξέρει τον προορισμό της.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό