Τσιμέντο


Περπατούσα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, γνώριμό μου πλέον όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν μαζί με έναν φίλο μου. Όχι και τόσο γνώριμο, πραγματικά, αλλά οικείο αρκετά ώστε να μπορούμε να ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες σχετικά με κοινά μας ενδιαφέροντα.

Δεν ξέρω αν είχε σημασία για όλο αυτό ο τόπος ή οι συνθήκες. Μάλλον όχι. Δηλαδή θα συνέβαινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αυτό το πράγμα και σε κάποιον άλλον δρόμο που θα τύχαινε να περπατώ. Λιγότερο γνωστό, παρέα με κανέναν πλην από τις χωρίς τελειωμό σκέψεις μου. Αλλά χαίρομαι που συνέβη σε κείνον τον δρόμο παρ' όλα αυτά.

Ο ρυθμός μας ήταν σχετικά γρήγορος, θυμάμαι. Δεν ήταν ώρα αιχμής, συνεπώς ο κόσμος ακόμα ήταν λιγοστός. Απλά περπατούσαμε, χωρίς να μιλάμε. Κάναμε μικρές παρακάμψεις όποτε συναντούσαμε άτομα στο διάβα μας. Και μετά συνεχίζαμε. Γρήγορα, ασταμάτητα, λες και ο δρόμος εκτεινόταν μέχρι τον ορίζοντα. Τα κτίρια εκατέρωθεν ήταν θολά, θυμάμαι εκ των υστέρων.

Κάποια στιγμή, ο φίλος μου γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και είπε κάτι. Όμως εγώ δεν τον άκουσα. Ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου ή ίσως να είχα εντελώς απορροφηθεί από το σχεδόν τελετουργικό περπάτημα, το προσκύνημά μας στο άπειρο.

Εκείνος συνέχισε να μιλά. Εγώ απλά κοιτούσα το στόμα του ν' ανοιγοκλείνει. Οι λέξεις δεν έφταναν στ' αυτιά μου. Τότε τον είδα να απομακρύνεται. Όχι ν' αλλάζει απλά πορεία με κάποιον φυσικό τρόπο αλλά να ξεμακραίνει με ταχύτητα. Και συνέχιζε να μιλά, λες και δεν είχε αντιληφθεί ότι εγώ και δεν τον άκουγα και ότι η απόστασή μας γινόταν μεγαλύτερη με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε.

Ο δρόμος από την άλλη δεν έμοιαζε να φαρδαίνει, παραδόξως. Παραμορφωνόταν, αυτό συνέβαινε, διαπίστωσα. Από τις προσόψεις των κτιρίων έως τα χαρακτηριστικά του φίλου μου, όλα λες και είχαν μετατραπεί σε είδωλα κάποιου παραμορφωτικού καθρέφτη. Η συμπεριφορά όμως των περαστικών και του φίλου μου παρέμενε φυσιολογική. Σαν να μην έβλεπαν τίποτε το παράξενο.

Προσπάθησα να πλησιάσω τον φίλο μου μα ήταν αδύνατο. Λες και περπατούσα σε κυλιόμενο διάδρομο που κατευθυνόταν ανάποδα. Τα βήματά μου με οδηγούσαν στο πουθενά, στο ίδιο τώρα με πριν. Και ο φίλος μου συνέχισε να έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς τα μένα και να μου μιλά. Θα έπρεπε να έχω αποκαρδιωθεί, θα έπρεπε να έχω εκνευριστεί, μα όχι. Συνέχισα και γω να τον κοιτάζω. Συνεχίζοντας να μην καταλαβαίνω τι έλεγε, συνεχίζοντας να μένω στο ίδιο σημείο.

Τότε, πλήθος μπήκε ανάμεσά μας. Είχε φτάσει η ώρα αιχμής άραγε; Δεν ήξερα. Πόσος χρόνος είχε περάσει, άραγε; Έχασα τον φίλο μου ανάμεσα σε κορμιά με αλλόκοτες αναλογίες, παραμορφωμένα και γκρίζα. Ναι, μεταξύ άλλων όλα είχαν χάσει και το χρώμα τους.

Κάποιος έπεσε πάνω μου με φόρα. Ένιωσα το βάρος του σε όλο μου το σώμα. Αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι πραγματικά μετακινήθηκα. Απλά λίγο παραμορφώθηκα και μετά επανήλθα στην πρότερη θέση μου.

Έπεσαν όμως κι άλλα άτομα πάνω μου. Δύο, τρία, δέκα, πενήντα τρία. Ναι, τα μετρούσα, μη έχοντας κάτι άλλο να κάνω. Περνούσαν από δίπλα μου λες και δεν με πρόσεχαν. Άρχισαν να περνούν και από πάνω μου μετά από ένα σημείο. Ναι. Βρισκόμουν στο έδαφος πια. Μπρούμυτα. Ένιωθα τα παπούτσια τους στην πλάτη μου, στο κεφάλι μου. Συνέχιζαν να περπατούν. Αμέριμνα, με βιάση, ένας-ένας ή σε ζεύγη. Ήμουν τμήμα του πεζοδρομίου. Ένα σαμαράκι ή κάτι παρόμοιο.

Ο χρόνος είχε χάσει το νόημά του αλλά εγώ μετρούσα ευλαβικά το πέρασμά του με τα άτομα που με ποδοπατούσαν. Δεν υπήρχε λογική φυσικά σ' αυτήν τη μονάδα μέτρησης αλλά διόλου με επηρέαζε αυτό.

Διακόσια εβδομήντα ένα άτομα.

Ακόμα περισσότερα χτυπήματα στο σώμα μου. Υπολόγισα ότι ο ρυθμός που με πατούν είναι δύο κόμμα οκτώ φορές ανά άτομο. Ανέπτυξα επίσης την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι με ακρίβεια πολλά χαρακτηριστικά των ατόμων από τον τρόπο που περπατούν πάνω μου. Ηλικία, φύλο, βάρος, διάθεση. Είναι η μόνη μου ασχολία. Τα λόγια τους είναι ακατανόητα. Μονάχα βόμβους διαφόρων συχνοτήτων αντιλαμβάνομαι.

Χίλια επτακόσια τριάντα πέντε άτομα.

Το πάχος μου είναι πλέον όχι περισσότερο από αυτό ενός χαλιού. Τα κόκαλα και τα σωθικά μου είναι συμπιεσμένα. Όμως, συνεχίζω να αντιλαμβάνομαι και να μετρώ τα άτομα που περνούν από πάνω μου χωρίς εκείνα να με αντιλαμβάνονται. Αν δεν το έκαναν πριν, γιατί να το κάνουν τώρα; Οι βόμβοι που φτάνουν στ' αυτιά μου είναι πλέον οριακά αισθητοί. Δονήσεις πιο πολύ θα τους χαρακτήριζα. Δεν πεινάω, ούτε πονάω πλέον. Απλά μετράω. Η όποια ύπαρξή μου είναι συνυφασμένη άρρηκτα με τα παπούτσια, τις γόβες, τις μπότες και τα σανδάλια που περνούν από το μικρό κομμάτι του δρόμου όπου κάποτε περπατούσα γρήγορα με έναν φίλο. Άραγε, να πέρασε από πάνω μου ποτέ; Υπήρχαν περιπτώσεις που τα χαρακτηριστικά του ατόμου έμοιαζαν με αυτά του φίλου μου, μα δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος.

Εννιά χιλιάδες διακόσια ογδόντα άτομα.

Είμαι τμήμα του τσιμέντου κάτω από τις πλάκες του πεζοδρομίου.

Συνεχίζω και μετρώ.


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό