Το άγγιγμα

Η Άλις γέλασε παιχνιδιάρικα, καθώς είδε το στρογγυλό πρόσωπό της να παραμορφώνεται στην κυρτή επιφάνεια της Χριστουγεννιάτικης μπάλας. Απομάκρυνε και πλησίαζε ξανά το στολίδι και η εικόνα της γινόταν ακόμα πιο αστεία. Έμοιαζε με χοντρό ψάρι. Ήταν μια γυαλιστερή κόκκινη μπαλίτσα, πασπαλισμένη με λίγες νιφάδες χρυσόσκονης. Αφού την περιεργάστηκε λίγο ακόμη, την κρέμασε προσεκτικά στο δέντρο. Ακόμα δεν υπήρχαν πολλά πράγματα πάνω του, σύντομα όμως θα γέμιζε χρώματα και φως, όπως κάθε χρόνο.

Φέτος έφτανε ένα κλαδί ψηλότερα, κάτι που την έκανε χαρούμενη. Σύντομα θα έβαζε το αστέρι στη κορυφή μόνη της.

Τοποθέτησε κι άλλες μπάλες στο πλαστικό έλατο, και μικρούς αγιοβασίληδες και έλκηθρα και κουτάκια με δώρα που μόνο άνθρωποι που χωρούσαν στη χούφτα της θα μπορούσαν να απολαύσουν.

Άκουσε βήματα πίσω της, για την ακρίβεια σούρσιμο ποδιών στη μοκέτα. Ο μπαμπάς της την πλησίασε και κοίταξε το δέντρο. Ξεκρέμασε μία μικρή πράσινη μπάλα και την έβαλε σε ένα πιο ψηλό κλαδί.

«Εκεί είναι καλύτερα», είπε. «Πρόσεχε μη σπάσεις καμία μπάλα. Το καλό που σου θέλω!»

Η Άλις κατσούφιασε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Το σπίτι μύριζε βραστό κρέας, κάτι που έκανε το στομάχι της να γουργουρίζει. Ο μπαμπάς της λες και το κατάλαβε.

«Σε λίγο τρώμε. Θα το τελειώσουμε αύριο το στόλισμα.»

«Όχι! Τώρα!» διαμαρτυρήθηκε η Άλις.

Ο μπαμπάς της την αγριοκοίταξε.

«Αύριο είπαμε. Μόλις ξυπνήσεις. Τώρα θέλω να μου πεις τι δώρο θέλεις για τα Χριστούγεννα.»

Ακούμπησε το δάχτυλό της στην άκρη του στόματός της. Το είχε δει στην τηλεόραση να το κάνουν οι μεγάλοι όταν σκέφτονταν κάτι σημαντικό. Όχι πως είχε κάτι να σκεφτεί βέβαια.

«Χμμμ», είπε ύστερα από λίγο. «Ξέρεις τι θέλω. Το ίδιο με πέρσι. Και πρόπερσι.»

Ο μπαμπάς της αναστέναξε.

«Αφού ξέρεις πολύ καλά ότι δεν γίνεται. Δεν έχεις κάτι πιο απλό στο μυαλό σου για φέτος;»

«Όχι!»

Καλά τότε. Θα διαλέξουμε εμείς κάτι, αλλά δεν θέλω διαμαρτυρίες. Αν αλλάξεις γνώμη το λες. Αύριο το απόγευμα θα πάμε στην αγορά. Πήγαινε τώρα να πλύνεις τα χέρια σου. Τρώμε.»

«Να βάλω μία μπάλα ακόμα; Σε παρακαλώ!»

Ο μπαμπάς της ξεφύσησε. Άνοιξε ένα μικρό κουτί και έβγαλε από μέσα μία μεγάλη χρυσή μπάλα με μαύρες ακανόνιστες γραμμές λες και είχε στάξει πάνω της μελάνι. Δεν γυάλιζε σαν τις άλλες, αλλά η Άλις αποφάσισε πως αυτή θα ήταν η αγαπημένη της. Ήταν όμορφη και διαφορετική.

«Δεν την έχω ξαναδεί αυτή. Είναι τέλεια!»

«Έχουμε καιρό να τη χρησιμοποιήσουμε. Την προσέχουμε γιατί είναι παλιά. Άνηκε στη γιαγιά σου. Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε και μένα πολύ. Κρέμασε την. Προσεκτικά!»

Η Άλις την πήρε στα χέρια της σχεδόν τρέμοντας. Ήταν θαμπή. Το χρώμα της τής θύμιζε μέλι. Η αντανάκλασή της ήταν ανύπαρκτη. Για μια στιγμή της φάνηκε πως οι μαύρες γραμμές τρεμόπαιξαν αλλά μάλλον ήταν το φως της λάμπας από πάνω της. Την κρέμασε και πήγε στο μπάνιο. Η στεναχώρια της που δεν θα έπαιρνε ούτε φέτος το δώρο που ήθελε είχε κάπως μετριαστεί από την εμφάνιση αυτής της υπέροχης μπάλας. Δεν υπήρχε σύγκριση ασφαλώς, αλλά ήξερε πως έπρεπε να είναι ευχαριστημένη με αυτά που έχει.


Ο Τζορτζ πήγε στην κουζίνα και αμέσως τα ρουθούνια του πλημμύρισαν από τη μυρωδιά του φαγητού. Πλησίαζε τη Τζόαν, την αγκάλιασε και τη φίλησε στον λαιμό.

«Τα ίδια και φέτος;» τον ρώτησε.

«Πού το ξέρεις; Κρυφάκουγες;» είπε πονηρά.

«Όχι βέβαια. Απλά το μάντεψα. Δεν είναι και δύσκολο. Μικρό κορίτσι είναι άλλωστε.»

«Με έχει κουράσει αυτή η ιστορία.»

«Κάνε υπομονή. Θα μεγαλώσει και θα το ξεχάσει. Σσσ, έρχεται. Κάτσε.

Το δείπνο κύλησε ήσυχα. Η Άλις στριφογύριζε το φαγητό της με το πιρούνι και έβλεπε τον Τζορτζ και την Τζόαν να μιλούν για πράγματα που δεν ήξερε και δεν την ενδιέφεραν, χωρίς να της δίνουν σημασία. Μετά την έστειλαν για ύπνο.


Η Άλις άνοιξε τα μάτια της. Το τρίξιμο που είχε ακούσει ήταν άραγε μέρος του ονείρου που έβλεπε; Όχι. Το είχε ακούσει πραγματικά. Σήκωσε το κεφάλι της. Το φωτάκι νυκτός έριχνε το αμυδρό πορτοκαλί του φως στο δωμάτιο. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτή και μια ανθρώπινη σιλουέτα στεκόταν εκεί.

Προς στιγμή ένιωσε τη καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ήταν νύχτα. Δεν έπρεπε να βρίσκεται κανένας εκεί. Όλοι έπρεπε να κοιμούνται. Μία φορά μόνο είχε ξαναγίνει αυτό.

Κρύος ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στη πλάτη της, παρά τις κουβέρτες που τη σκέπαζαν. Ετοιμάστηκε να τσιρίξει όταν η σιλουέτα μπήκε μέσα στο δωμάτιο και άρχισε να πλησιάζει με αργά βήματα προς το κρεβάτι της. Δεν το έκανε όμως. Ήταν η μαμά της. Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα. Η τρομάρα της υποχώρησε. Ανασηκώθηκε και την αγκάλιασε.

«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε.

Η μαμά της χαμογέλασε.

«Πάμε κάτω στο σαλόνι, θα σου πω», της είπε ψιθυριστά. «Αλλά θα κάνεις ησυχία, εντάξει;»

Η Άλις συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι.

Κατέβηκαν τη σκάλα αργά και αθόρυβα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το απαλό σούρσιμο που έκαναν οι παντόφλες της στα ξύλινα σκαλιά, αλλά δεν ήταν αρκετό για να ξυπνήσει κάποιον. Πήγαν στο σαλόνι και κάθισαν στον καναπέ δίπλα από το ημιστολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μαμά της άναψε ένα πορτατίφ. Τότε την είδε καλύτερα. Τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα και φορούσε ένα ανοιχτοπράσινο φόρεμα. Τα χρυσά σκουλαρίκια που κρέμονταν από τα αυτιά της λαμπύριζαν καθώς το φως της λάμπας έπεφτε πάνω τους. Την είδε να χαμογελά πλατιά. Χαμογέλασε και κείνη.

«Συγγνώμη που σε ξύπνησα αλλά δε γινόταν αλλιώς», την άκουσε να λέει.

«Δε πειράζει.»

Η μαμά της σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της.

«Περίμενα ότι θα φοβόσουν Άλις, για να πω την αλήθεια.»

«Στην αρχή ναι, φοβήθηκα, αλλά όταν κατάλαβα ποια είσαι, χάρηκα.»

«Πώς ξέρεις ότι είμαι η μαμά σου;» τη ρώτησε με σπασμένη φωνή. «Σου έδειξε ο μπαμπάς φωτογραφίες;»

«Όχι. Απλά το ξέρω. Επίσης κάθε Χριστούγεννα ζητάω να έρθεις πίσω αλλά πάντα μου λένε ότι δε γίνεται. Να που φέτος έγινε.»

Η μαμά της άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο. Ένιωσε σα να τη χτυπά ένα δροσερό αεράκι.

«Βοήθησε και αυτό εδώ», είπε και έδειξε την παλιά χρυσή μπάλα που κρεμόταν από το δέντρο. «Άλις, κοριτσάκι μου, έχω να σου προτείνω κάτι, αλλά θέλω να το σκεφτείς καλά πριν απαντήσεις, εντάξει;»

«Εντάξει.»

«Μπορούμε να είμαστε ξανά μαζί. Κανονικά, όπως θα ευχόμουν να θυμάσαι. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να κάνω κάτι... κακό. Αυτός είναι ο όρος. Επίσης, δεν θα ξαναδείς τον μπαμπά σου. Ούτε και...», ξερόβηξε, «την άλλη γυναίκα.»

Η Άλις γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, θλιμμένο που θα έμενε ένα ολόκληρο βράδυ με τα μισά στολίδια. Έπειτα κοίταξε έξω από το παράθυρο το φως του δρόμου, θαμπό από τις κουρτίνες.

«Νομίζω πως μου λες ψέματα», είπε στη μαμά της. «Το καταλαβαίνω γιατί και ο μπαμπάς μιλάει έτσι παράξενα όποτε ρωτάω για σένα.»

Είδε τη μαμά της να ξεφυσά, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα.

«Δεν σου λέω ψέματα, απλά κάποια πράγματα θα σου τα πω όταν μεγαλώσεις. Το υπόσχομαι. Αν φυσικά συμφωνήσεις σ' αυτό που σου πρότεινα.»

«Είμαι μεγάλη πια, μπορείς να μου πεις!»

«Το ξέρω κοριτσάκι μου. Το βλέπω και χαίρομαι πολύ. Αλλά δεν είσαι τόσο μεγάλη ακόμα γι' αυτό.»

Η Άλις έμεινε σιωπηλή για λίγο. Έπειτα κοίταξε τη μαμά της στα μάτια και είπε:

«Εντάξει λοιπόν. Συμφωνώ. Καν' το.»

Η μαμά της σηκώθηκε όρθια και έτεινε τα χέρια της στην Άλις. Εκείνη σηκώθηκε και τα έπιασε, μη δίνοντας σημασία στο κρύο της δέρμα.

«Πρώτα θα σε πάω για λίγο σε ένα μαγικό μέρος όπου θα είσαι ασφαλής, μέχρι να τελειώσω αυτό που πρέπει να κάνω. Δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο. Πέρασα από εκεί για να έρθω κοντά σου.»

Η Άλις χαμογέλασε.

«Λοιπόν, κλείσε τα μάτια σου.»

Τα έκλεισε.

Αμέσως ένιωσε ένα ελαφρύ γαργάλημα να απλώνεται στο σώμα της σα να περνούσαν από μέσα της δεκάδες πούπουλα. Ήθελε να γελάσει αλλά κρατήθηκε. Το γαργάλημα προς στιγμή δυνάμωσε και αντιλήφθηκε ένα έντονο χρυσό φως να την περιβάλει, παρ' όλο που δεν το έβλεπε πραγματικά.

Το γαργάλημα σταμάτησε. Άκουσε τη φωνή της μαμάς της να της λέει να ανοίξει τα μάτια. Όταν το έκανε, συνειδητοποίησε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δωμάτιο που έλαμπε, αν και δεν υπήρχε πουθενά κανένα φωτιστικό. Οι τοίχοι του είχαν ένα θαμπό χρυσό χρώμα, σα... μέλι... Βρισκόταν μέσα στη Χριστουγεννιάτικη μπάλα, εκείνη την παλιά, της γιαγιάς της!

«Δεν θα αργήσω κοριτσάκι μου», άκουσε τη μαμά της να λέει με βαθιά φωνή.

Κοίταξε γύρω της. Το δωμάτιο, ή καλύτερα το εσωτερικό της μπάλας, ήταν άδειο. Δεν πρόλαβε καν να το σκεφτεί όμως αυτό, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος ήχος, σα να κατάπινε κάποιος νερό και το δωμάτιο γέμισε με παιχνίδια. Κούκλες, αρκουδάκια, μπλοκ ζωγραφικής και μαρκαδόρους. Η Άλις έτρεξε στο χαμηλό τραπεζάκι που βρισκόταν στο κέντρο και ξεκίνησε να ζωγραφίζει. Στην αρχή ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά εκείνη και τη μαμά της να κάθονται δίπλα του. Τότε είδε τους τοίχους του δωματίου να τρέμουν. Εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται. Κινούμενες εικόνες. Ήταν σα να έβλεπε μια γιγάντια τηλεόραση που έπιανε ολόκληρο το δωμάτιο. Σηκώθηκε όρθια και άρχισε να κοιτάζει γύρω γύρω. Παντού έπαιζαν σκηνές με τη μαμά της. Ίδια όπως τώρα. Να παίζει, να τραγουδάει, να κοιμίζει ένα μωρό που ήξερε με σιγουριά πως ήταν η ίδια. Είχε δίκιο. Ήταν ένα μαγικό μέρος, φανταστικό!


Η Τζόαν γύρισε πλευρό και πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του Τζορτζ, ο οποίος κοιμόταν στο πλάι και ροχάλιζε ελαφρά. Γιατί κάνει τόσο κρύο, είπε από μέσα της και ο ύπνος απομακρύνθηκε κάπως. Ασυναίσθητα, τράβηξε την κουβέρτα πιο ψηλά, σχεδόν κάλυψε το πρόσωπό της. Ήταν πολύ κουρασμένη για να σηκωθεί και να ανάψει τα καλοριφέρ. Καταραμένος χειμώνας.

Τότε τα σκεπάσματα τινάχτηκαν πάνω σα να τα εκσφενδόνισε μια ριπή παγωμένου αέρα. Έβγαλε μια φωνή και πετάχτηκε όρθια. Το σεντόνι και η κουβέρτα ήταν πεσμένα στην άλλη μεριά της κρεβατοκάμαρας. Είχαν γίνει ένας ακαθόριστος μπόγος. Ο σύζυγός της δεν είχε καταλάβει τίποτα. Τον άκουσε απλά να μουγκρίζει. Τον σκούντηξε αλλά δεν ξύπνησε. Έκανε παγωνιά. Ατμοί έβγαιναν από το στόμα της με κάθε ανάσα.

«Τζορτζ!» φώναξε αλλά δεν πρόλαβε να πει ολόκληρο το όνομά του. Μια σκιά κουνήθηκε δίπλα από τα πεταμένα σκεπάσματα και ήρθε μπροστά της με υπερφυσική ταχύτητα, αρπάζοντας την από το λαιμό. Ένα άγγιγμα κακόβουλο και πιο κρύο και από τον πάγο.

«Τζορτζ!» ψέλλισε ξανά. Ένιωσε το λαρύγγι της να σφίγγεται. Τα μάτια της γούρλωσαν όταν είδε καλύτερα τη σκιά. Είχε πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που ποτέ δε πίστευε ότι θα ξανάβλεπε.

Με την άκρη του ματιού της είδε τον Τζορτζ να στέκεται όρθιος με τα χέρια του στο κεφάλι. Είχε πάρει μια έκφραση απόλυτου τρόμου. Δεν έμοιαζε ικανός να αρθρώσει ούτε λέξη.

Η σκιά έσπασε τη ψυχρή σιωπή μιλώντας με μια φωνή βραχνή και γεμάτη μίσος:

«Όλα αυτά τα χρόνια ανυπομονούσα, περίμενα... περίμενα.... Ένα απλό σημάδι μεταμέλειας. Όχι από σένα ιδιαίτερα, όσο από κείνον. Τίποτα. Θαμμένη μερικά μέτρα πιο πέρα και ούτε ένα κόμπιασμα, ούτε ένα ίχνος τύψεων! Κάποια πράγματα δεν μένουν ατιμώρητα όμως, γλυκιά μου.»

Με μία κίνηση έσφιξε τα δάχτυλά της σα μέγγενη. Η Τζόαν ένιωσε την ανάσα της να χάνεται, τα παγωμένα δάχτυλα της σκιάς να τρυπούν τον λαιμό της λες και ήταν σταλακτίτες. Χρώματα άρχισαν να ξεπηδούν μπροστά τα μάτια της, ζαλιζόταν. Η τελευταία εικόνα που είδε ήταν το πρόσωπο της πρώτης γυναίκας του Τζορτζ να χαμογελά χαιρέκακα.


Το σώμα της Τζόαν έπεσε άψυχο στο πάτωμα. Ο Τζορτζ στεκόταν πετρωμένος από φόβο με την πλάτη στον τοίχο. Τα χέρια του απλώθηκαν μπροστά σε θέση άμυνας καθώς η σκιά τον πλησίασε.

«Σ-σ-σε π-παρακαλώ... Δ-δεν το ήθελα. Ήταν λάθος μας... το αναγνωρίζω. Σ-σ-συγγνώμη... σε ικετεύω, σκέψου... σκέψου την Άλις! Τ-τι θα απογίνει;»

Η σκιά διατήρησε το χαμόγελο της.

«Θα μείνει μαζί μου. Θα ξαναζήσω. Η συμφωνία δεν το ανέφερε αλλά πρώτα απ' όλα ήθελα το καλό της κόρης μου. Τη ρώτησα λοιπόν. Όχι ευθέως, αλλά είναι έξυπνο κορίτσι. Κατάλαβε τι σκόπευα να κάνω. Μονάχα αν συμφωνούσε θα το έκανα.»

«Μη μου πεις... μ-μη μου πεις ότι συναίνεσε σε κάτι τέτοιο! Δεν το πιστεύω.»

«Πίστεψέ το. Το έβλεπα πόσο ψυχρά της φερόσουν, πόσο απότομα. Λες και το παιδί σου σού ήταν βάρος.»

«Κ-κάνεις λάθος! Εγώ πότε...»

Με μία απότομη κίνηση άρπαξε τον Τζορτζ και τον πέταξε στο πάτωμα, δίπλα στη πόρτα. Εκείνος βόγκηξε και πήγε να σηκωθεί. Τον άρπαξε όμως από τον γιακά της πιτζάμας και τον έσυρε ως τις σκάλες.

«Άλις!» φώναξε ο Τζορτζ.

«Δεν σε ακούει. Βρίσκεται σε ένα μέρος όπου ξαναζεί αυτά που δεν θυμάται και παίζει ανέμελα. Όπως θα είναι μαζί μου. Ξέρεις, αν δεν κρεμούσες τη μπάλα της μαμάς μου, θα έπρεπε να περιμένω κι άλλο ή να έβρισκα άλλη δίοδο. Η απόφαση είχε παρθεί πολύ καιρό πριν.»

«Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει», κλαψούρισε ο Τζορτζ. «Είναι ένας εφιάλτης! Δε μπορεί να είναι κάτι άλλο.»

«Δυστυχώς, για σένα, δεν είναι εφιάλτης και δυστυχώς, για μένα, θα τελειώσει σύντομα.»

Τον πέταξε από τις σκάλες. Το σώμα του κατρακύλησε και το σπίτι γέμισε από πνιχτές κραυγές και γδούπους από την επαφή οστών με ξύλο. Κατέληξε ανάσκελα, στο πάτωμα του σαλονιού, με την ανάσα του κοφτή, να βογκάει από πόνο. Το στόμα του έσταζε αίμα.

Η σκιά τον έσυρε και τον άφησε πάνω στον καναπέ σαν τσουβάλι. Ο Τζορτζ συνέχισε να την παρακαλά, να την ικετεύει για τη ζωή του. Γέλασε. Τον πλησίασε και πέρασε τα παγωμένα της δάχτυλα γύρω από τα χείλη του.

«Αγάπη μου», είπε και του έσπασε τον λαιμό με μία αστραπιαία κίνηση.

Τον έβαλε σε καθιστή στάση και ακούμπησε τα χέρια του ανοιχτά στη πλάτη του καναπέ, λες και καθόταν χαλαρός να δει τηλεόραση. Πήρε διάφορες Χριστουγεννιάτικες μπάλες που βρίσκονταν ακόμα μέσα στα κουτιά τους και τις κρέμασε στα αυτιά και τα δάχτυλά του. Μετά τον τύλιξε με τα φωτάκια. Γέλασε με το αποτέλεσμα.


Η Άλις είχε τελειώσει τη ζωγραφιά της. Όταν όλα θα είχαν τελειώσει, θα την έδειχνε στη μαμά της με περηφάνια.

Οι εικόνες που έπαιζαν στο δωμάτιο σταμάτησαν ξαφνικά. Άρπαξε τη ζωγραφιά στα χέρια της, σα να ήξερε τι θα συνέβαινε. Τα παιχνίδια και το τραπεζάκι εξαφανίστηκαν. Ένιωσε ξανά εκείνο το παράξενο γαργάλημα.

«Άλις, κλείσε τα μάτια σου», άκουσε τη μαμά της να λέει.

Το γαργάλημα δυνάμωσε. Το φως που είχε συνηθίσει μέσα στη μαγική Χριστουγεννιάτικη μπάλα αντικαταστάθηκε από ένα άλλο φως, πιο κίτρινο.

Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στον δρόμο. Η ομίχλη φωτιζόταν μελαγχολικά από τη λάμπα του Δήμου. Η μαμά της στεκόταν δίπλα της. Της έδωσε ένα μπουφάν και της είπε να το φορέσει. Κρατούσε μία μικρή βαλίτσα. Η Άλις χαμογέλασε. Ξεκίνησαν να περπατάνε. Η μαμά της την πήρε από το χέρι. Το δέρμα της ήταν ζεστό. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό