Λευκό νερό


Το πρόσωπό του έμοιαζε γαλάζιο, υπό το φως της μεγάλης οθόνης του υπολογιστή που δέσποζε μπροστά του. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από τον ενθουσιασμό, οι βολβοί κινούνταν νευρικά, παρατηρώντας όλη την έκταση της οθόνης, λες και βρισκόταν σε REM ύπνο. Μην τυχόν χάσει καμία λεπτομέρεια.

Το δύσκολο δεν ήταν να παρέμβει στη λειτουργία των καμερών ασφαλείας ώστε να έχει ζωντανή κάλυψη των εγκαινίων, αλλά να μπορέσει να δει τα πάντα. Το νέο εμπορικό κέντρο από κάθε πιθανή γωνία, πρώτος μαζί με τους λίγους και εκλεκτούς καλεσμένους. Το νερό από τα κανάλια ανάμεσα στα κτίρια να φωτίζεται από τους προβολείς. Να γευτεί τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Το μυαλό του να ξεφαντώσει με την ροή των πληροφοριών.

Μία γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο τον πληροφόρησε πως η θέση του νεοσύστατου εμπορικού κέντρου μόνο τυχαία δεν ήταν. Εκεί, κάποτε, υπήρχε η παλιά αγορά. Ένας δρόμος μήκους σχεδόν δύο χιλιομέτρων, ονόματι Τσιμισκή. Η απόφαση για την κατασκευή μικρών τεχνητών νησιών πάνω από τις καλυμμένες με νερό περιοχές, πάρθηκε πριν λίγα χρόνια. Μία προσπάθεια ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες καταναλωτικές ανάγκες της πόλης και ταυτόχρονα, όπως έγραφε το άρθρο που διάβαζε εκείνη τη στιγμή, να συζευχθεί το παρόν με το παρελθόν.

Γέλασε από μέσα του. Ποιο παρελθόν, σκέφτηκε. Το παρελθόν έχει πεθάνει.

Το βλέμμα του επικεντρώθηκε στην ομιλία που λάμβανε χώρα στη Βόρεια είσοδο του κεντρικού κτιρίου. Ένα γωνιώδες κτίσμα με γυάλινη οροφή, στο χρώμα του πηλού και με μερικές μαρμάρινες λεπτομέρειες. Ο δήμαρχος, πάνω σε ένα βάθρο, μιλούσε αυτάρεσκα μπροστά σε ένα μικρό πλήθος καλοντυμένων ανθρώπων. Προσπάθησε να διαβάσει τα χείλη του, αλλά σύντομα βαρέθηκε και περιπλανήθηκε μέσω των υπόλοιπων καμερών στους άδειους από κόσμο χώρους του εμπορικού.

Αυτή η ησυχία τον ευχαριστούσε. Την αντιλαμβανόταν καθημερινά στο σπίτι του, ήταν μέρος του ουσιαστικά, αλλά τώρα μπορούσε να τη φανταστεί και μέσα στο νεόδμητο κτίριο σα να ήταν όντως εκεί.

Στο κάτω δεξιά παράθυρο της οθόνης, το μάτι του πήρε μία έκρηξη χρωμάτων. Έσυρε με το δάχτυλό του το παράθυρο στο κέντρο. Πυροτεχνήματα. Ταυτόχρονα τα άκουγε να σκάνε απ' έξω. Μία χαρούμενη ομοβροντία. Προσπάθησε να γυρίσει την κάμερα αλλά δεν τα κατάφερε, η γωνία στην οποία ήταν τοποθετημένη τον άφηνε να δει ένα μέρος μονάχα. Ας είναι.

Όταν τα πυροτεχνήματα είχαν πια τελειώσει, ο Αχιλλέας έκλεισε την οθόνη με μία μικρή αίσθηση απογοήτευσης. Τα εγκαίνια ήταν κάτι που περίμενε και σχεδίαζε για αρκετές ημέρες και τώρα ένιωθε άδειος. Συνειδητοποίησε πως η αναμονή και η προετοιμασία ήταν αυτά που του έδιναν τη μεγαλύτερη έξαψη. Ο σκοπός είχε ολοκληρωθεί πριν καν το καταλάβει.

Ξαφνικά ένας διαπεραστικός ήχος έκοψε την ησυχία στα δύο. Ο Αχιλλέας πετάχτηκε από τη καρέκλα του, με τη καρδιά του να χτυπά σα τρελή. Ποτέ δεν θα συνήθιζε αυτό το καταραμένο κουδούνι. Ούτε και τους επισκέπτες.

Στάθηκε ακίνητος και προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο. Επρόκειτο πιθανότατα για κάποιον ενοχλητικό γείτονα ή κάποιον πωλητή, ένα επάγγελμα που απορούσε πώς επιβιώνει ακόμα. Το κουδούνι χτύπησε ξανά, με μεγαλύτερη διάρκεια αυτή τη φορά. Μία φωνή ακούστηκε, πνιγμένη πίσω από τη βαριά πόρτα:

«Ο Μάρκος είμαι! Ξέρω ότι είσαι μέσα. Πού αλλού θα ήσουν δηλαδή;»

Έβγαλε έναν αναστεναγμό, πλησίασε την πόρτα σέρνοντας το βήμα του και την άνοιξε.

Ο Μάρκος φορούσε ένα μακρύ μπεζ αδιάβροχο και κρατούσε μία μικρή βαλίτσα στο χέρι. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα και ελαφρώς βρεγμένα. Μπήκε στο διαμέρισμα και ακούμπησε τη βαλίτσα στο πάτωμα. Ο Αχιλλέας την κοίταξε με αδιαφορία.

«Πώς και από δω;» είπε μετά από μια μικρή αμήχανη σιωπή.

Ο Μάρκος στράβωσε το στόμα του.

«Έχουμε να μιλήσουμε πόσο καιρό. Εσύ φυσικά δεν πρόκειται να βγεις από εδώ ή να πάρεις τηλέφωνο, συνεπώς...»

«Συνεπώς ένιωσες το γονίδιο της υποχρέωσης να ξυπνά μέσα σου.»

«Είμαι από τους λίγους ανθρώπους που σε ανέχονται και αυτό όχι επειδή είμαι αδερφός σου. Ούτε νιώθω καμία υποχρέωση. Και όσο και να το θες, δε θα σε βρίσω.»

«Εντάξει, ό,τι πεις» απάντησε με ειρωνικό ύφος. «Με βλέπεις, είμαι καλά. Παρακολουθούσα τα εγκαίνια του καινούριου εμπορικού.»

«Να υποθέσω όμως ότι δεν πρόκειται να βγεις από το σπίτι για να το επισκεφτείς.»

«Σωστά υποθέτεις!»

Ο Μάρκος ρουθούνισε.

«Μη μου πεις πάλι την ίδια δικαιολογία σε παρακαλώ.»

Ο Αχιλλέας έριξε μια πεταχτή ματιά στην οθόνη του υπολογιστή.

«Θα στην πω. Έχω αγοραφοβία.»

«Ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά ότι αυτό είναι ψέμα. Απλά έχεις παραιτηθεί από τα πάντα. Απλά δεν σε ενδιαφέρει. Σε νοιάζει πιο πολύ το τι γίνεται στον κόσμο από το πώς μοιάζει ο κόσμος.»

«Σε ποιον αιώνα ζεις, Μάρκο;» είπε γελώντας. «Μπορείς να δεις τα πάντα, να κάνεις τα πάντα, χωρίς να κουνηθείς από τη καρέκλα σου.»

Ο Μάρκος πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και τον κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο, σα να είχε πέσει το σωστό φύλλο σε μια παρτίδα πόκερ.

«Κι όμως υπάρχει κάτι που δεν έχεις δει. Σχεδόν κανένας μη σου πω. Από αυτούς που ζουν εννοώ, φυσικά. Ένας λόγος που ήρθα εδώ απόψε είναι και αυτός. Να σου δώσω την ευκαιρία να το δεις.»

Ο Αχιλλέας κοίταξε τον αδερφό του με περιέργεια. Ο εκνευρισμός από τη ξαφνική επίσκεψη και η ανυπομονησία του να τον ξεφορτωθεί, μετατράπηκαν σε ενδιαφέρον. Δεν ήθελε να το δείξει όμως, προτού μάθει όλες τις λεπτομέρειες. Είχε ένα προαίσθημα πως δεν θα του άρεσε αυτό που είχε να του προτείνει ο Μάρκος.

«Σ' ακούω», του είπε μαλακά. «Τι είναι αυτό που ελάχιστοι έχουν δει;»

«Ο Λευκός Πύργος.»

Ο Αχιλλέας γέλασε δυνατά.

«Πλάκα μου κάνεις τώρα;»

«Δεν εννοώ το ολόγραμμα πάνω στην αποβάθρα. Εννοώ τον πραγματικό Πύργο. Αυτόν που είναι βυθισμένος στη θάλασσα.»

Προς στιγμήν πάγωσε. Πόσοι, αλήθεια, ήταν αυτοί που τον είχαν δει από κοντά; Μάλλον κανείς που να αναπνέει πια, είχε δίκιο ο αδερφός του. Αλλά και πάλι, τι νόημα είχε; Αυτός ο σωρός από πέτρες άνηκε σε μια άλλη εποχή.

«Και λοιπόν;» είπε τελικά. «Υπάρχουν αναρίθμητες φωτογραφίες και βίντεο από το παρελθόν. Γιατί θέλεις να βουτήξεις για να δεις από κοντά ένα ερείπιο; Βασικά γιατί θες και μένα μαζί, αυτό δε καταλαβαίνω.»

«Γιατί δεν είναι ερείπιο!» Ο τόνος του Μάρκου φανέρωνε ένα θυμό που σιγόβραζε για ώρα. «Στέκεται ακόμα, όπως παλιά. Ένα από τα ντρόουν που μετράνε την οξύτητα του νερού και καταγράφουν τυχόν διαταράξεις στην υποθαλάσσια βιοποικιλότητα έφτασε μέχρι εκεί, αν και εγώ ήμουν ο μόνος που νοιάστηκε να το παρατηρήσει. Χτες ήταν που χειριζόμουν το συγκεκριμένο μηχάνημα, το έστειλα σ' αυτή τη περιοχή βάσει οδηγιών, δεν ήταν σκόπιμο. Η κάμερά του το έδειξε καθαρά. Ο Πύργος είναι ακόμα εκεί, αλλά όχι για πολύ. Από τις εικόνες που πήρα, η διάβρωση από το νερό είναι αρκετά προχωρημένη. Ήδη κάποια τμήματα έχουν παρουσιάσει ρωγμές. Δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα. Τηλεφώνησα στον Δήμο, αλλά μου είπαν με απίστευτη αδιαφορία πως ''ευτυχώς που έχουμε το ολόγραμμα, δεν νομίζετε;'' Εκνευρίστηκα. Θέλω να πάω εκεί για να καταγράψω την εμπειρία μου. Να τη μοιραστώ με τον κόσμο. Και θέλω και σένα μαζί, για να είμαστε ίσως οι τελευταίοι που θα δούμε τον Λευκό Πύργο από κοντά.»

Ο Αχιλλέας συνειδητοποίησε πώς είχε ακουμπήσει στον τοίχο πίσω του. Το στόμα του το ένιωθε ξερό και είχε ταχυπαλμία. Η τελευταία φράση του Μάρκου είχε ακουμπήσει ένα νεύρο που του ήταν αδύνατο να αγνοήσει. Αν πήγαινε τελικά εκεί και γίνονταν ο τελευταίος, η ευχαρίστηση που θα έπαιρνε δεν θα τελείωνε με την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας. Θα διαρκούσε. Έπρεπε μόνο να βγει από το σπίτι.

Προχώρησε και κάθισε στη καρέκλα. Κοίταξε τον Μάρκο, τυλιγμένο στις σκιές. Ο μοναδικός φωτισμός του χώρου, πέρα από την οθόνη του υπολογιστή, ήταν ένα μικρό πορτατίφ δίπλα στον βρώμικο καναπέ.

«Εντάξει», του είπε. «Θα έρθω μαζί σου.»

Ο Μάρκος χαμογέλασε.

«Ωραία. Θα ξεκινήσουμε το πρωί. Το ξέρω πως θα σε πειράξει, αλλά θα κοιμηθώ στον καναπέ σου απόψε. Ό,τι χρειαζόμαστε, το έχω μαζί μου», είπε και έδειξε τη μικρή βαλίτσα που είχε ακουμπήσει στο πάτωμα.

«Ήσουν τόσο σίγουρος πως θα δεχτώ, που έφερες τα πράγματα μαζί σου;»

«Όχι απόλυτα, αλλά ξέρω μετά βεβαιότητας ότι δεν είσαι τόσο περίεργος και μυστηριώδης όσο αφήνεις τον κόσμο να νομίζει.»

Κοίταξε τον αδερφό του αγριεμένα. Βρέθηκε ένα βήμα από το να τον διώξει και να ξεχάσει αυτή την ιστορία. Τελικά όμως είπε:

«Καληνύχτα Μάρκο.»


Το φως που ένιωσε να πέφτει στα μάτια του, τον ανάγκασε να τα μισανοίξει. Γύρισε ανάσκελα και έβαλε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του, προκειμένου να μην τον ενοχλεί. Τότε το φως δυνάμωσε. Άκουσε μια φωνή που τον έκανε να ξυπνήσει εντελώς:

«Αν θέλουμε να αποφύγουμε περίεργα βλέμματα, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε το συντομότερο.»

Ο Αχιλλέας ξεφύσησε. Ανασηκώθηκε και είδε τον Μάρκο να στέκεται δίπλα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, λουσμένος από το θαμπό φως της αυγής. Κοίταζε έξω. Στο χέρι του κρατούσε μία κούπα με καφέ που άχνιζε.

Χωρίς να πει κάτι, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε τη κούπα στο χέρι του. Ήπιε προσεκτικά δυο-τρεις γουλιές και πήγε προς το σαλόνι. Ο Μάρκος τον ακολούθησε.

Καθώς έτρωγαν το πρωινό που είχε ετοιμάσει ο Μάρκος, τι ώρα είχε σηκωθεί άραγε, η καρδιά του είχε αρχίσει να διαισθάνεται την επικείμενη έξοδο από το σπίτι και χτυπούσε με τρελούς ρυθμούς. Τέλειωσε τον καφέ του και κοίταξε τον αδερφό του που καθόταν απέναντι. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα και δάγκωνε το πάνω χείλος του. Ήταν ανυπόμονος. Περίμενε το οκέι, την έναρξη.

Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να βουτήξει. Η σκέψη της πρωτοκαθεδρίας τον γέμιζε κι αυτόν με ανυπομονησία, απλά ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε αντίθετο στην όλη σκέψη. Τα πόδια του έτρεμαν νευρικά, είχε φαγούρα στο κεφάλι και τα χέρια, ίδρωνε. Η ιδέα να έπειθε τον αδερφό του να έστελνε ξανά το ντρόουν στην περιοχή που βρισκόταν ο Πύργος, με εκείνον παρών αυτή τη φορά, ήρθε μάλλον αργά στο μυαλό του. Σηκώθηκε από το τραπέζι αναστενάζοντας και κατηγορώντας από μέσα του τον εαυτό του για τα αργά αντανακλαστικά του. Ο Μάρκος σηκώθηκε κι αυτός, πήρε στο χέρι του τη βαλίτσα. Την άνοιξε και έβγαλε δύο μαύρες ισοθερμικές στολές. Σπάνια τον έβλεπε τόσο σιωπηλό. Ήταν λες και κολυμπούσε ήδη δίπλα στον Πύργο.

«Θα φορέσουμε τα ισοθερμικά εδώ», είπε.

«Δεν πρέπει να κάνουμε κάποια προετοιμασία; Να μου πεις μερικά πράγματα πρώτα; Δεν έχω βουτήξει ποτέ ξανά σε θάλασσα αν το έχεις υπόψη σου.»

«Μην ανησυχείς, οι στολές που θα φορέσουμε πάνω από τα ισοθερμικά είναι τελευταίας τεχνολογίας. Έχουν ισοσταθμιστή πίεσης. Επιπλέον, είναι πανάλαφρες. Διαθέτουν κυψελίδες που όταν έρχονται σε επαφή με το νερό, κάνουν ηλεκτρόλυση και διοχετεύουν το οξυγόνο στο εσωτερικό. Παράλληλα, αποβάλλουν το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από την αναπνοή. Δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα.»

Μονάχα έναν τεράστιο όγκο νερού γύρω μας, σκέφτηκε ο Αχιλλέας.

«Χρειάζεται να πάρω κάτι από εδώ;» ρώτησε τον Μάρκο.

«Ένα μπουκάλι νερό θα ήταν χρήσιμο. Πάρε και καμία μεγάλη πετσέτα καλού κακού.»

Με τις ισοθερμικές στολές κάτω από τα ρούχα τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο του Μάρκου και ξεκίνησαν για τη θάλασσα.

Ο Αχιλλέας χάζευε από το παράθυρο τα ψηλά κτίρια και τους λιγοστούς ακόμα ανθρώπους που περπατούσαν στους δρόμους. Ο ουρανός ήταν γεμάτος γκρίζα σύννεφα που το περίγραμμά τους τονιζόταν από το βιολετί φως του ήλιου που είχε ξεκινήσει για τα καλά την άνοδό του.

Καθώς κατηφόριζαν, προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν η πόλη παλιά, μα το μυαλό του αδυνατούσε να αντικαταστήσει το νερό με δρόμους, πολυκατοικίες, ζωή. Διαπίστωσε ότι ακόμα και στη τωρινή της μορφή, η Θεσσαλονίκη τού ήταν άγνωστη. Τα βίντεο και τα άρθρα και οι φωτογραφίες τελικά δεν αρκούσαν. Το όνομά της, όταν το έφερνε στον νου του, του φαινόταν αλλόκοτο, ξένο. Το πρόφερε από μέσα του αργά, συλλαβή-συλλαβή. Τώρα έμοιαζε πολύ πιο περίεργο. Κάτι τον ωθούσε στο να το μάθει ξανά, από το μηδέν. Να το κατανοήσει. Είχε μείνει πολύ καιρό μέσα απομονωμένος όμως αυτή η έξοδος, όσο άβολη και να ήταν, τον έκανε να αισθάνεται όμορφα. Αυτό ήταν κάτι που φυσικά δεν θα παραδεχόταν ποτέ. Ειδικότερα στον αδερφό του.

Κοίταξε τον Μάρκο που οδηγούσε, το πρόσωπό του γεμάτο προσμονή, τα μάτια του έλαμπαν από χαρά. Καταλάβαινε γιατί, αλλά και πάλι του φαινόταν κάπως υπερβολικό.

«Σ' ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου», του είπε ο Μάρκος λες και είχε καταλάβει που ταξίδευαν οι σκέψεις του.

Πάρκαραν το αυτοκίνητο λίγο πριν τον ξύλινο πεζόδρομο που διέτρεχε την ακτογραμμή. Η μοναδική προέκταση προς τη θάλασσα στρογγύλευε μερικές δεκάδες μέτρα μετά, όπου και προβαλλόταν το ολόγραμμα του Λευκού Πύργου, διπλάσιο σε μέγεθος από τον πραγματικό απ' όσο ήξερε. Από κοντά έμοιαζε να τρέμει. Η λευκή, αποτελούμενη από φως υφή του, είχε πάρει ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα στο φως της μέρας. Ήταν μεγαλειώδης μα και ψεύτικος.

Έβγαλαν τα ρούχα τους και ο Μάρκος του έδωσε έναν φακό και τη στολή για την αναπνοή και τη πίεση. Έμοιαζε με ένα κομμάτι νάιλον κομμένο σε ανθρώπινο σχήμα, με μία ζώνη στη οποία ήταν προσαρμοσμένη μία συσκευή. Στη πίσω μεριά υπήρχαν οι κυψελίδες που του είχε αναφέρει.

Είδε έναν ηλικιωμένο άντρα με έναν σκύλο να τους κοιτάζει από μακριά, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση να τους πλησιάσει. Ευτυχώς, σκέφτηκε.

«Κράτησε την αναπνοή σου πριν την κλείσεις. Είναι μέχρι να τη φουσκώσουμε. Έπειτα, υπάρχει αρκετό οξυγόνο για να μας κρατήσει μέχρι να πέσουμε στη θάλασσα.»

Ο Αχιλλέας φόρεσε τη στολή. Έτριζε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε το αεροστεγές φερμουάρ που ξεκινούσε από το ύψος της κοιλιάς και έκλεινε γύρω από τον λαιμό. Ο Μάρκος πάτησε ένα κουμπί στη ζώνη του και η στολή φούσκωσε ελαφρά με έναν απαλό βόμβο. Το έκανε και αυτός. Ήταν ζεστά και αποπνικτικά εκεί μέσα.

Έβαλαν βατραχοπέδιλα και προχώρησαν προσεκτικά προς την άκρη του πεζόδρομου. Το νερό ήταν θολό.

«Έτοιμος;» άκουσε τον Μάρκο να τον ρωτάει πνιχτά.

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Βούτηξαν.

Ήταν μια τρέλα, μια παράλογη πράξη, που όμως του έμοιαζε καθόλα φυσική καθώς βρέθηκε περιβεβλημένος από νερό. Ήταν βέβαιος πως και ο Μάρκος θα αισθανόταν το ίδιο.

Η ζεστασιά και η γαλήνη που επικρατούσαν, τον έκαναν να χαμογελάσει πλατιά. Η στολή ήταν ελαφριά και άνετη, ένιωθε σα να αιωρούνταν στο διάστημα.

Με τον αδερφό του να κολυμπάει μπροστά, ο Αχιλλέας ακολουθούσε και παράλληλα κοιτούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Παλιά κτίρια μισογκρεμισμένα, γεμάτα με βρύα και φύκια, κατοικίες πλέον των ψαριών. Μεγάλα κομμάτια ασφάλτου από τους δρόμους που κάποτε περπατούσαν οι κάτοικοι της πόλης. Ακόμα και ρούχα είδε και μερικά σκουριασμένα αυτοκίνητα. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Ήταν ενθουσιασμένος με όλες αυτές τις εικόνες, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να μη νιώσει και λίγη μελαγχολία από το θέαμα που πρωτοαντίκρυζαν τα μάτια του. Είχε χαθεί μέσα στη παλιά Θεσσαλονίκη, προσέχοντας βέβαια να μην χάσει τον Μάρκο. Ο φακός της υποβρύχιας κάμερας που είχε μαζί του ήταν ο φάρος που θα τους οδηγούσε στο κυρίως θέαμα.

Οι σκέψεις του ήταν απίστευτα πολλές για να τις διαχειριστεί εκείνη τη στιγμή. Θα έμεναν όμως.

Παρά την κούραση που είχε αρχίσει να νιώθει, ο Αχιλλέας συνέχισε να κολυμπά με τον ίδιο ρυθμό, ακολουθώντας τον αδερφό του, γεμάτος με εικόνες και γαλήνη. Τότε είδε τον Μάρκο να σταματά και να δείχνει κάτι με το χέρι. Πήγε δίπλα του. Η κάμερα φώτιζε έναν πέτρινο τοίχο καλυμμένο σε μεγάλο βαθμό από βρύα. Ο Πύργος.

Η λεπτή δέσμη διέτρεξε τη γκριζωπή επιφάνεια, ωστόσο ήταν αδύνατο να τον δουν ολόκληρο. Οι πέτρες ήταν λείες από τη διάβρωση όπως είχε αναφέρει και ο Μάρκος και σε πολλά σημεία τους έλειπαν κομμάτια. Ψηλά, γύρω από ένα αψιδωτό παράθυρο φαινόταν καθαρά μία βαθιά ρωγμή που κατέβαινε μέχρι εκεί που κολυμπούσαν.

Ο Αχιλλέας προσπάθησε να ισορροπήσει σε κάθετη στάση, μήπως και μπορέσει να δει την κορυφή. Η επιφάνεια του νερού ήταν φωτεινή αλλά η θολούρα περιόριζε την ορατότητά του στα τρία-τέσσερα μέτρα, ακόμα και με τη βοήθεια του φακού.

Είδε τον Μάρκο να του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει. Κολύμπησε προς το μέρος του και πήγαν βαθύτερα, προς τη βάση του πύργου. Το κορμί του είχε αρχίσει να πονάει από τη προσπάθεια και η αναπνοή του δεν ήταν πια τόσο άνετη.

Η είσοδος ήταν ένα ζεύγος από βαριές μεταλλικές πόρτες που τώρα κείτονταν στον βυθό, ξεχαρβαλωμένες και σκουριασμένες. Ο Μάρκος γύρισε αργά και τον κοίταξε. Ήταν εμφανώς ενθουσιασμένος. Μετά κολύμπησε αργά μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα, στο εσωτερικό του Πύργου. Ήταν παράτολμο αυτό που έκανε ο αδερφός του αλλά όχι απρόσμενο. Είχαν φτάσει μέχρι εκεί, ήταν λογικό να θέλει να τα δει όλα.

Αυτό ίσχυε και για τον ίδιο. Τη στιγμή που περνούσε στα σπλάχνα του μνημείου, ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. Οι πρώτοι μετά από πάρα πολλά χρόνια. Ένα γιατί άρχισε να στριφογυρνά στον νου του.

Κολύμπησαν προς τα πάνω, ακολουθώντας το καμπύλο κλιμακοστάσιο με το στραβωμένο κιγκλίδωμα που ήταν πεσμένο στα σκαλιά. Τα βρύα στο εσωτερικό ήταν λιγότερα, μπορούσες να διακρίνεις τον τρόπο κατασκευής, τις υφές. Ολόκληρα τμήματα της τοιχοποιίας έλειπαν και σε μία από τις εσοχές που είχε προκαλέσει ο χρόνος, είδε ένα χταπόδι να έχει φωλιάσει. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να ανέβαινε με τα πόδια.

Με το να κοιτάζει γύρω του, συνειδητοποίησε πως ο Μάρκος είχε προχωρήσει κι άλλο. Κολύμπησε γρήγορα. Τον βρήκε στο επόμενο επίπεδο, να μπαίνει σε ένα δωμάτιο, όπου υπήρχαν σπασμένες προθήκες.

Συνέχισαν να ανεβαίνουν, καταγράφοντας κάθε γωνιά. Απ' ό,τι είχε διαβάσει, ο Πύργος είχε χρησιμοποιηθεί σαν φυλακή εξού και τα κάγκελα στα παράθυρα -όσα είχαν απομείνει- όπως επίσης και κάποιες στενές εσοχές που πιθανό να ήταν κελιά. Σε κάποια δωμάτια, τα ξύλα που υποστήριζαν την οροφή είχαν καταρρεύσει, κάνοντας αδύνατη την είσοδο. Πόσο θα άντεχε άραγε ακόμα;

Πρέπει να βρίσκονταν στο πέμπτο επίπεδο, αν είχε μετρήσει σωστά, όταν ο Μάρκος σταμάτησε στη μέση της αίθουσας και απλά κοιτούσε προς το μέρος του. Ήταν αρκετά φωτεινά, η επιφάνεια του νερού πρέπει να ήταν κοντά, σκέφτηκε. Τον πλησίασε, οι φωτεινές δέσμες τους διασταυρώθηκαν. Στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα χαμόγελο τόσο πλατύ, που δεν έμοιαζε με κάτι που μπορούσε να κάνει το ανθρώπινο σώμα. Τότε ο Μάρκος τον αγκάλιασε. Χαμογέλασε και εκείνος, χωρίς να προσπαθήσει να το κρύψει.

Ο Μάρκος έτεινε τον δείκτη του ελεύθερου χεριού του προς τα πάνω. Ο Αχιλλέας έγνεψε καταφατικά.

Το τμήμα του κλιμακοστασίου που οδηγούσε στο επόμενο επίπεδο ήταν σχεδόν γεμάτο από πέτρες. Ο Μάρκος κολύμπησε προς τα εκεί, με την κάμερα στραμμένη σε ένα μικρό άνοιγμα, το οποίο δεν ήταν πλατύτερο από μισό μέτρο. Άρχισε να απομακρύνει κάποιους μικρούς βράχους προκειμένου να το φαρδύνει. Τον παρακολουθούσε σχεδόν με θαυμασμό. Μακάρι να είχε και κείνος λίγη από την επιμονή του.

Είχε σχεδόν χωθεί μέσα στο άνοιγμα όταν από πάνω ένα τμήμα του τοίχου κατέρρευσε. Πέτρες έπεσαν πάνω στον Μάρκο. Το νερό έγινε λευκό από τη σκόνη.

Ο χρόνος σταμάτησε μέσα του, όπως είχε σταματήσει και μέσα στο σύμβολο της πόλης. Ένιωθε μόνο τη φθορά του, στα σπλάχνα του. Πήγε προς τον αδερφό του τρέμοντας ολόκληρος. Απομάκρυνε τις πέτρες με δυσκολία. Η στολή είχε γεμίσει με αίμα, το πρόσωπό του δεν φαινόταν. Του ανασήκωσε το κεφάλι. Έριξε τη δέσμη του φακού του στα μάτια του. Ήταν ανέκφραστος, το στόμα του μισάνοιχτο. Ο χρόνος σταμάτησε.


Τα δάχτυλα και οι καρποί του Αχιλλέα πονούσαν από την πολύωρη πληκτρολόγηση. Είχε όμως τελειώσει. Διάβασε ξανά το κείμενο. Κάθε λεπτομέρεια της εμπειρίας τους στον Λευκό Πύργο ήταν εκεί, εκτός από τα συναισθήματά του που ήταν αδύνατο να μπουν σε λέξεις. Σκούπισε τα μάτια του με την άκρη της μπλούζας του και πάτησε το κουμπί που έγραφε «δημοσίευση».

Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα, τεντώθηκε και πήρε το μπουφάν του.

«Έτοιμος;» η φωνή του Μάρκου αντήχησε στο κεφάλι του.

«Έτοιμος», είπε χαμηλόφωνα.

Βγήκε έξω και ξεκίνησε να περπατάει στην πόλη.






 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό