Μια σταγόνα γκρίζο νερό


Πρωτοάκουσα τον ήχο εκείνον πριν τρεις νύχτες. Τέσσερις μάλλον, αλλά δεν έχει και τόσο σημασία. Η ομορφιά και το αποτέλεσμά του πάνω μου -πάνω μας- είναι το πλέον σημαντικό. Η απόλυτη γαλήνη, η παράδοση σε αυτόν. Είναι μια αίσθηση θεϊκή!

Στην αρχή έμοιαζε σαν κάποιος συναγερμός να έχει χαλάσει. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα μάταια να κοιμηθώ. Άλλαζα πλευρό κάθε λίγο και λιγάκι, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό μου κάθε φορά λες και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι κάποιας τελετής. Στο μυαλό μου είχε σχηματιστεί ένα κολάζ από διάφορα πράγματα, αιωρούταν σαν όραμα προφητικό. Ένα ομιχλώδες μέλλον απεικονιζόμενο ως γκρίζος συννεφιασμένος ουρανός τραπεζίου σχήματος. Πάνω του ήταν ραμμένα δύο μεγάλα γοητευτικά μάτια, κατεστραμμένα κτίρια, φίδια, κουκουβάγιες και μαύρα αφαιρετικά σχέδια. Ήξερα με βεβαιότητα τι ήταν. Το άφηνα να με βασανίζει για πολύ καιρό με την ελπίδα ότι είτε θα ξεθώριαζε κάποια στιγμή ή από μέσα του θα έβγαιναν συμπεράσματα και λύσεις. Μάταιο και το ένα και το άλλο.

Κάπου λοιπόν ανάμεσα σε αυτές τις δύο ματαιότητες, η προσοχή μου στράφηκε σε ένα υπόκωφο κλάμα που ερχόταν από κάπου μακριά στην περιοχή. Είχε μια ρυθμικότητα, μια επαναληπτικότητα που φανέρωνε την τεχνητή του φύση αλλά όσο το άκουγα τόσο πιο παράξενο ακουγόταν. Αυτό συμβαίνει συχνά βέβαια, όταν το μυαλό επικεντρώνεται σε τέτοιου είδους ήχους. Από το πουθενά εμφανίζονται μελωδίες, μοτίβα, σαν ο εγκέφαλος να ενσωματώνει το ηχητικό κύμα στις δικές του διεργασίες. Έτσι, δεν του έδωσα παραπάνω σημασία. Αποτελούσε ένα ακόμα εμπόδιο στο να κοιμηθώ. Το χειρότερο ήταν ότι σταματούσε και ξεκινούσε ανά διαστήματα. Ήταν ένας φαύλος κύκλος καθώς το μυαλό μου αρχικά έμπαινε στο νοητικό παιχνίδι που προκαλούσε ο ήχος και μετά από λίγη ώρα ερχόταν η σειρά του εκνευρισμού.

Την επόμενη μέρα -που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συνέχεια της νύχτας για μένα- συνειδητοποίησα ότι ο ήχος συνέχιζε να ακούγεται. Σταματούσε και ξεκινούσε. Σταματούσε και ξεκινούσε. Καλυμμένος βέβαια από τους θορύβους της πόλης μα ήταν εκεί. Ένα μηχανικό ζώο που αλυχτούσε. Ικέτευε θαρρείς την προσοχή των ανθρώπων. Να έρθουν να δέσουν τις πληγές του. Να το πάρουν σπίτι τους. Να το κάνουν οικογένειά τους.

Βγαίνοντας στο μπαλκόνι για να ακούσω καλύτερα, μου φάνηκε ότι ο ήχος ήταν τώρα πιο λεπτός και λιγότερο μηχανικός μα δεν ήμουν σίγουρος. Η κούραση από τις συνεχόμενες μέρες αϋπνίας ήταν εύκολο να μου προκαλέσει αποσυντονισμό της αντίληψης.

Κάθισα να φάω κάτι και διαπίστωσα ότι μπορούσα να τον ακούσω καθαρά, ανάμεσα στα μουγκρητά των αυτοκινήτων, τις φωνές των περαστικών, τα τριξίματα στο πάτωμα του πάνω διαμερίσματος. Χτύπησα το κεφάλι μου συνεχόμενα μήπως και καταφέρω να διώξω αυτό το πράγμα. Το σιχαινόμουν όταν μου κολλούσε στο μυαλό κάτι ανεπιθύμητο. Λες και δεν είχα αρκετά τέτοια ήδη εκεί μέσα. Μα, φυσικά, αυτό δεν έφερε αποτέλεσμα. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην αναπνοή μου, να τη συντονίσω με τον ρυθμό του ήχου ώστε να εξαφανιστεί. Τα κατάφερα, μα για λίγο. Ο ήχος επέστρεφε σαν τις τύψεις. Ένιωθα θυμό πλέον. Μου φαινόταν τόσο παράξενο το να μην έχει πάει ένας άνθρωπος τόσες ώρες να επιδιορθώσει τη βλάβη! Σίγουρα, ο συναγερμός θα είχε κάνει τη νύχτα πολλών δύσκολη. Και συνέχιζε. Ήταν πια δέκα το πρωί.

Άφησα το πρωινό μου στην άκρη. Δεν πεινούσα και τόσο, πιο πολύ έτρωγα από συνήθεια πλέον. Όπως και με οποιοδήποτε κομμάτι της ζωής μου, δεν είχα περιθώριο να κάνω αλλιώς. Οι αλήθειες που έσερνα πίσω μου δεμένες σε νευρώδη σχοινιά δεν έπρεπε να με φτάσουν, έπρεπε να 'μαι πάντοτε πιο ταχύς. Αλλιώς -αν με έφταναν- θα όφειλα να πλέξω τα σχοινιά σε μια θηλιά και να την περάσω γύρω από τον λαιμό μου.

Ντύθηκα και βγήκα στον δρόμο. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος σαν το κολάζ του μυαλού μου μα έκανε ζέστη. Κοίταξα γύρω μου, προσπαθώντας να εντοπίσω την κατεύθυνση απ' όπου ερχόταν ο ήχος. Δεν δυσκολεύτηκα ιδιαιτέρως. Αποτελούσε πλέον μια γνώριμη φωνή.

Προχώρησα μερικά μέτρα στον δρόμο που βρισκόταν η πολυκατοικία μου, έπειτα έστριψα δεξιά σε μια στενότερη οδό. Στάθηκα για λίγο και μετά συνέχισα να περπατάω ώσπου έστριψα αριστερά και πέρασα μέσα από ένα σοκάκι που στη μια πλευρά του δέσποζε ένα ερειπωμένο παλιό σπίτι. Η σάρκα του ήταν γεμάτη πληγές από τον χρόνο και τις αναμνήσεις εκείνων που έζησαν μέσα του. Νόμιζα αρχικά ότι από εκεί μέσα ερχόταν ο ήχος. Δεν έμοιαζε λογικό φυσικά, μα μέσα μου αυτό πίστευα. Σκούπισα το μέτωπό μου. Η κουφόβραση και η περιέργεια γεννούσαν αλμυρά ρυάκια που έτρεχαν πάνω στο δέρμα μου.

Πέρασα το σοκάκι και βρέθηκα και ένα ακόμα σύμπλεγμα στενών οδών. Την ήξερα τη γειτονιά, την είχα περπατήσει αρκετές φορές. Στο ισόγειο ενός από τα κτίρια στεγαζόταν μια αποθήκη. Βρώμικα τζάμια, σκουριασμένα κάγκελα και μια κακή φήμη ήταν τα χαρακτηριστικά της. Ούτε αυτό έμοιαζε λογικό μα ο ήχος όντως ερχόταν από εκεί μέσα.

Η εν λόγω αποθήκη είχε ατύπως μετατραπεί σε έναν ναό όπου χαράζονταν και ζωγραφίζονταν μηνύματα από οποιονδήποτε είχε την ανάγκη να ξεσπάσει, να εκφραστεί, να κλάψει με λέξεις. Η αφορμή για όλο αυτό ήταν η αυτοκτονία ενός νεαρού από ερωτική απογοήτευση. Η τοπική κοινωνία είχε συγκλονιστεί, για να χρησιμοποιήσω την κοινοτοπία που παπαγάλιζαν οι ειδήσεις. Στην αρχή, κάτοικοι άφηναν λουλούδια και σημειώματα μπροστά στην είσοδο. Αργότερα όμως, κάποιοι άρχισαν να μπαίνουν παράνομα μέσα της και να κοσμούν το εσωτερικό της δέρμα με λόγια που δεν τολμούσαν να πουν σε κανέναν άλλον. Το ξέρω γιατί ήμουν και γω ένας από αυτούς. Δεν ήθελα όμως να διαταράξω την κατάνυξη του χώρου με την περιέργειά μου, διάβαζα με την άκρη μονάχα του ματιού μου τις εξομολογήσεις των άλλων. Οι κάτοικοι νόμιζαν ότι η αποθήκη είχε μετατραπεί σε στέκι τοξικομανών ή κάτι τέτοιο. Μια φορά που περπατούσα εκεί κοντά σα να είδα και ένα περιπολικό σταματημένο. Μετά σταμάτησα να τη σκέφτομαι. Τα λόγια που ήθελα να πω είχαν χαραχτεί. Τέλος. Μέχρι που έφτασα να στέκομαι ξανά μπροστά στην είσοδό της, με το επίμονο κλάμα ενός συναγερμού να βγαίνει από τα σπλάχνα της.

Δεν μπήκα μέσα όμως. Δεν ξέρω γιατί. Κοίταξα τριγύρω και παρατήρησα κάτι παράξενο. Οι άνθρωποι που περπατούσαν έμοιαζαν να μην αντιλαμβάνονται τη ρυθμική κακοφωνία που επικρατούσε. Οι εκφράσεις των προσώπων τους παρέμεναν αναλλοίωτες. Να το είχαν συνηθίσει άραγε; Δεν έμοιαζε πιθανό. Ήταν αδύνατο να μην παρουσίαζαν έστω και μια ελάχιστη ενόχληση. Ο ήχος ήταν αρκετά δυνατός. Το μυαλό μου είχε εν τω μεταξύ αρχίσει πάλι να παίζει το παιχνίδι του, με κάπως διαφορετικούς κανόνες αυτήν τη φορά. Αντί για μοτίβα και μελωδίες, τώρα έμοιαζαν να σχηματίζονται λέξεις, δίχως νόημα όμως. Και ο τόνος γινόταν κάπως γλυκός, οικείος. Ήταν αλλόκοτο.

Για να σπάσω την επιρροή του ήχου, σταμάτησα έναν γέρο και τον ρώτησα γεμάτος ένταση αν άκουγε τον συναγερμό. Εκείνος με κοίταξε για λίγο και πήρε μια έκφραση λες και τον είχα ρωτήσει τι χρονιά είχαμε. Φυσικά και τον άκουγε, μου απάντησε με απάθεια και συνέχισε τον δρόμο του. Στάθηκα για λίγο παραξενεμένος. Έπειτα, ρώτησα το ίδιο σε μια μεσήλικη γυναίκα που περπατούσε με την κόρη της. Απάντησαν στον ίδιο τόνο και πριν προλάβουν να απομακρυνθούν τις ρώτησα γιατί δεν επισκεύαζαν τον ενοχλητικό συναγερμό. Επίσης, με κοίταξαν απαθώς. Η μητέρα είπε πως δεν υπήρχε λόγος. Απομακρύνθηκαν κι αυτές. Ρώτησα ένα ζευγάρι, έναν μεσήλικο και μια παρέα παιδιών επίσης. Όλοι τους θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό να ακούγεται ένας τέτοιος ήχος στην περιοχή. Λες και είχε γίνει αναπόσπαστο τμήμα της. Αλλά το πιο περίεργο ήταν η κενή έκφραση όλων. Όχι μόνο στις ερωτήσεις μου, συνειδητοποίησα. Τα πρόσωπα όλων ήταν τρομακτικά ήρεμα, κάτι που έμοιαζε ακόμα πιο παράταιρο στα παιδιά.

Κοίταξα προς την αποθήκη. Ήθελα να μπω μέσα τόσο πολύ μα κάτι με απέτρεπε, κάποιο πρωτόγονο ένστικτο ίσως. Ήταν μια διαρκής μάχη θα έλεγε κανείς. Οι παλμοί μου ήταν ανεβασμένοι. Έκανα δύο βήματα προς την είσοδο χωρίς να το καταλάβω. Στάθηκα. Κρατήθηκα. Ο ήχος λες και είχε δυναμώσει, λες και είχε γίνει πιο ξεκάθαρος.

Έφυγα τρέχοντας σχεδόν. Οι λέξεις που σχηματίζονταν από τον ήχο είχαν αρχίσει να βγάζουν επικίνδυνα νόημα. Έμοιαζαν με αυτές που είχα χαράξει μέσα στην αποθήκη.


Όλη τη μέρα αδυνατούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο παρά όσα είχα νιώσει, ή νομίζω ότι είχα νιώσει μπροστά από την αποθήκη. Το στομάχι μου ήταν ένας σάρκινος κόμπος, έφαγα με το ζόρι λίγο ψωμί με τυρί αργά το απόγευμα. Το εσωτερικό του παράξενου χώρου με καλούσε με μια φωνή που έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα μου, γινόταν συνεχώς πιο οικεία. Το μόνο καλό ήταν ότι το μυαλό μου, στην προσπάθεια να αντισταθεί στον ήχο, είχε παραμερίσει τα υπόλοιπα πράγματα που με έκαιγαν. Έμοιαζαν ασήμαντα. Όλα έμοιαζαν ασήμαντα, ακόμα και τα ασυναίσθητα: Η αναπνοή, το σάλιο που κατέβαινε στο λαρύγγι.

Όταν έπεσε ο ήλιος βρέθηκα να κρατιέμαι από το κάγκελο του κρεβατιού μου. Τα χέρια μου είχαν ασπρίσει από τη δύναμη που είχα αρπάξει τη μεταλλική ράβδο. Το σαγόνι μου ήταν σφιγμένο, τα δόντια μου δημιουργούσαν μικροσκοπικούς κεραυνούς από την πίεση που ασκούσαν στα ούλα. Όλο μου το είναι ήθελε να τρέξει. Να μπει μέσα στην αποθήκη. Να κάνει... τι ακριβώς; Δεν ήξερα. Επίσης, γιατί ήταν τελικά τόσο κακό το να πάω στην αποθήκη; Γιατί τόση αντίσταση; Αυτή η σκέψη ήρθε και κούρνιασε σαν κοράκι στο εσωτερικό του κρανίου μου. Τα χέρια μου τότε άφησαν το κάγκελο. Παρατήρησα με αδιαφορία την επαναφορά του αίματος στα δάχτυλά μου, την υποχώρηση της πίεσης στο πρόσωπό μου. Αν σηκωνόμουν και πήγαινα στην αποθήκη, η αβάσταχτη έλξη που ένιωθα θα σταματούσε. Έτσι απλά. Όλα θα γίνονταν καλύτερα. Ήμουν βέβαιος γι' αυτό!

Σηκώθηκα όρθιος. Πήγα προς την είσοδο του διαμερίσματός μου. Θυμήθηκα να βάλω παπούτσια δύο βήματα αφότου είχα βγει στον κοινόχρηστο διάδρομο του ορόφου. Κατέβηκα τις σκάλες με γοργό ρυθμό.

Η πόλη ήταν ήσυχη. Υπερβολικά. Λες και είχε χιονίσει. Δεν είχα κοιτάξει την ώρα αλλά πρέπει να ήταν σίγουρα νωρίς το βράδυ. Τα πρόσωπα των περαστικών που συνάντησα είχαν μια γαλήνη χαραγμένη πάνω τους, σα να είχαν βρει αυτό που πάντα έψαχναν. Η δική μου ένταση να φτάσω στην αποθήκη έμοιαζε με παρανοϊκή συμπεριφορά συγκριτικά. Όχι για πολύ ακόμα όμως. Κόντευα. Κόντευα!

Δύο άντρες μού μίλησαν όταν συνειδητοποίησαν προς τα που κατευθυνόμουν. Δεν χαμογελούσαν μα έμοιαζαν χαρούμενοι που θα έμπαινα στην αποθήκη. Έτειναν τα χέρια τους προς την είσοδο σαν πορτιέρηδες. Περάστε κύριε, περάστε! Η σωτηρία βρίσκεται εντός και σας περιμένει!

Ο ήχος ήταν πλέον μια πανέμορφη μελωδία. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τον είχα παρομοιάσει με χαλασμένο συναγερμό.

Άνοιξα τη σκουριασμένη πόρτα. Ήταν ελαφρύτερη απ' ό,τι θυμόμουν. Το τρίξιμό της αντήχησε κακόφωνα. Μπήκα μέσα. Επιτέλους!

Η μυρωδιά της μούχλας ήταν έντονη. Αμέτρητα λευκά κεριά σαν δόντια ήταν σπαρμένα στον χώρο. Σκιές βαθιές μα καθόλου αγενείς. Δεν έκρυβαν το θέαμα, το θαύμα!

Υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε είτε να το βάλω στα πόδια, είτε να παγώσω εκεί στη θέση μου μέχρι οι σπασμοί της τρέλας να καταλάβουν το σώμα μου. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου ήταν τρομακτικό. Αψηφούσε τη φύση και τη λογική. Μα όμως έμοιαζε τόσο φυσικό εκεί μέσα, ανάμεσα στις χαραγματιές της ντροπής, τις ζωγραφιές του πόνου. Αυτά ήταν που το είχαν καλέσει, πιθανότατα. Στεκόταν στη μέση του εγκαταλελειμμένου χώρου και τραγουδούσε. Και οι άνθρωποι το άκουγαν. Πίστευαν στα λόγια του, σε αυτά που είχε να τους προσφέρει.

Είχε το μέγεθος και το σχήμα ενός βράχου. Κάπου δύο μέτρα ήταν η βάση του και δυόμισι μέτρα το ύψος του. Ξεφύτρωνε σαν κακοήθης όγκος μέσα από το τσιμέντο, γκρίζο και τραχύ. Ήταν για την ακρίβεια φτιαγμένο από τσιμέντο, μόνο που ανέπνεε, έσφυζε από ζωή. Δεν είχε άκρα, παρά μόνο ένα τριγωνικό κεφάλι με πλευρές τριάντα εκατοστών. Πάνω σε αυτό δέσποζαν εννέα κοιλότητες σε διάταξη τριών σειρών: Δύο, τρεις και τέσσερις. Κατασκότεινα αιδοία που πάλλονταν με μια εξωκοσμική ομορφιά και γαλήνη. Λάμβαναν και έστελναν αισθητηριακά σήματα. Τα τέσσερα της τελευταίας σειράς ήταν αυτά που παρήγαγαν τον ήχο.

Μπροστά στο πλάσμα ήταν γονατισμένοι ένας άντρας και μια νεαρή κοπέλα. Σαν έμενα, ήταν οι καινούριοι ακόλουθοι. Έκλαιγαν γοερά, συνειδητοποίησα. Από χαρά όμως. Τα σώματά τους είχαν καταληφθεί από λυγμούς ανακούφισης.

Δεν άργησα να τους μιμηθώ και γω.

Πλησίασα. Έτεινα το χέρι μου καθώς οι παλμοί μου προκαλούσαν σεισμικές δονήσεις στο κρανίο και το στέρνο μου. Ακούμπησα το πλάσμα. Εκείνο έγειρε ελαφρώς το τριγωνικό του κεφάλι. Με αναγνώρισε. Με καλωσόρισε. Γονάτισα.

Ο ήχος με κατέκλυσε. Αυτή η φωνή που κυλούσε από τα τέσσερα στόματα του πλάσματος, που τόσο ανόητα με εκνεύριζε στην αρχή, που τόσο της αντιστάθηκα. Γιατί; Ήταν βαθιά, τραχιά, τόσο όμορφη. Σα σκόνη, μα φτιαγμένη από κάποιο άλλο, ακατάληπτο υλικό. Με κάλυψε σαν πέπλο, δεν ήταν ήχος πια. Είχε υπόσταση. Βρέθηκα μέσα σε μια δεύτερη μήτρα. Ανάσαινα τον ήχο πλέον. Δεν φοβόμουν, τα πνευμόνια μου ήταν γεμάτα από αυτό το θαύμα. Το σοκ της μετάβασης ήταν αμελητέο. Μια απίστευτη γαλήνη έκανε την εμφάνισή της τότε. Το κολάζ του μυαλού μου διαλύθηκε. Δεν υπέφερα από τίποτα. Το πλάσμα έσκαψε μέσα μου, με άδειασε. Μονάχα μια σταγόνα γκρίζο νερό λες και είχε μείνει πια.


Κατά την επιστροφή μου στο σπίτι μπορούσα πλέον να αναγνωρίσω στα πρόσωπα των περαστικών τη δική τους μετάβασή. Το άγγιγμα του πλάσματος πάνω τους. Είχαν ευλογηθεί. Όλοι. Η χάρη Του ήταν μέσα τους, η φωνή Του τους είχε σκάψει, τους είχε λυτρώσει. Ζούσαμε σε έναν καινούριο κόσμο. Ήταν ζήτημα χρόνου η επιρροή Του να εξαπλωνόταν παντού.

Κοιμήθηκα βαθιά και γαλήνια εκείνο το βράδυ. Δίχως όνειρα, δίχως έγνοιες. Έτσι όπως έπρεπε.

Το πρωί ξεκίνησα να αδειάζω το σπίτι. Ήταν απίστευτο το πόσα άχρηστα πράγματα είχα μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί;

Τοποθέτησα σε σακούλες όσα μικρά αντικείμενα γινόταν και σε κούτες τα μεγαλύτερα. Ένιωσα τεράστια ικανοποίηση βγάζοντάς τα έξω από το διαμέρισμά μου, πετώντας τα στα σκουπίδια. Ρούχα, συσκευές, βιβλία. Τι σημασία είχαν μπροστά στην κενότητα που μου πρόσφερε το πλάσμα, το απόκοσμο χάδι του στον ουρανίσκο και τον εγκέφαλό μου ήταν το απόλυτο φάρμακο.

Τα πιο ογκώδη πράγματα όπως το ψυγείο, το πλυντήριο, το κρεβάτι, χρειάστηκε να φωνάξω μεταφορείς για να τα ξεφορτωθώ. Με κοίταξαν παράξενα όταν τους είπα ότι απλά τα ήθελα έξω από το σπίτι μου. Δεν ήξεραν φυσικά. Μα, σύντομα θα γίνονταν και αυτοί ακόλουθοι, εσκαμμένοι.


Τώρα, βρίσκομαι ξαπλωμένος ανάσκελα σε ένα άδειο σπίτι. Μια μεγέθυνση του εσωτερικού μου. Οι σκέψεις μου γίνονται όλο και πιο θολές, πιο αφαιρετικές. Άλλου είδους γνώσεις παίρνουν τη θέση τους. Πράγματα που οι άνθρωποι δεν τολμούσαν καν να φανταστούν. Το μόνο που επιθυμώ είναι να επισκέπτομαι την αποθήκη, να νιώθω το χάδι λίγο πιο δυνατά. Η φωνή Του ακούγεται δυνατότερα πια. Αντηχεί στα τοιχώματα του άδειου εσωτερικού μου. Οι ήχοι της πόλης έχουν σκύψει το κεφάλι υποτακτικά, όπως πρέπει. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα οι νευρώνες μου θα διατηρήσουν την ανθρώπινη λειτουργία τους. Ίσως αυτές να είναι και οι τελευταίες μου σκέψεις πριν την απόλυτη παράδοση. Θα ήθελα να αρθρώσω το όνομα του πλάσματος μα η ανατομία μου είναι τόσο απλοϊκή για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, θα αρκεστώ σε ένα χαίρε!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το νυφικό και το όμποε

Η αίσθηση της φωτιάς

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό