Το νυφικό και το όμποε


Όλα είναι του Θεού, συνήθιζε να λέει η μάνα μου. Δεν πίστευε στα πνεύματα πέραν φυσικά του Αγίου αλλά αναρωτιέμαι τι θα έλεγε, που θα κατέτασσε αυτήν εδώ την κατάστασή μου αν είχε την ευκαιρία. Τη ρώτησα μα ήταν αργά. Δεν πειράζει, ίσως καλύτερα που δεν πήρα απάντηση.

Ούτε και γω βέβαια πίστευα αληθινά σε πνεύματα και άλλα τέτοια παραφυσικά μέχρι πρόσφατα. Πολύ πρόσφατα. Ωστόσο υπήρξε ένα γεγονός όταν ήμουν γύρω στα δώδεκα που με είχε κάνει να προβληματιστώ, να χάσω κατά κάποιον τρόπο την πνευματική μου παρθενιά. Είχα βρει ένα σωρό λογικές δικαιολογίες και εξηγήσεις και τις είχα πιστέψει με τον καιρό. Γιατί όχι δηλαδή, έλεγα και ξανάλεγα από μέσα μου, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Όμως βαθιά μέσα μου ήξερα πως ο υμένας μεταξύ πραγματικού και εξωκοσμικού είχε σπάσει και γευόμουν αίμα και παρίστανα ότι όλα ήταν όπως πριν. Γεύση φράουλα σαν τις τσίχλες που αγόραζα από το μπακάλικο.

Υπήρχε ένα πηγάδι που το χρησιμοποιούσαμε ακόμα στο χωριό, καθώς το νερό του Δήμου πολλές φορές κοβόταν από βλάβες ή δεν ξέρω γω τι άλλο. Ένας θείος μου έλεγε ότι το κόβαν επίτηδες -όπως και το ρεύμα- για να μας διώξουν. Να πάμε στην πόλη και να αγοράζουμε περισσότερα πράγματα. Μπορεί και να 'χε δίκιο αλλά ήταν και λίγο μαλάκας οπότε δεν πολυεκτιμούσα τις απόψεις του.

Το πηγάδι βρισκόταν λίγο έξω από το σπίτι μας, κανά πεντάλεπτο το πολύ, λίγο πριν οι δρόμοι πλατύνουν και χυθούν στην κεντρική πλατεία. Ήταν καλοκαίρι, Ιούλιος και παρά το υψόμετρο η ζέστη ήταν δυνατή. Φυσικά το νερό είχε κοπεί προσωρινά λόγω υπερκατανάλωσης στην περιοχή, μας είχαν πει όταν τηλεφωνήσαμε για να παραπονεθούμε. Με είχε στείλει η μάνα μου να βγάλω νερό. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά. Πριν μου 'δινε έναν κουβά αλλά τώρα μου είχε δώσει δύο. «Είσαι γυναίκα πια, Βασιλεία», είχε πει η κυρα-Καλλιόπη. Μ' άρεσε η διαδικασία, δε λέω. Είχε ρυθμό, επανάληψη αλλά και παράλληλα αποσκοπούσε σε κάτι. Οι κλαγγές, τα τριξίματα και η ανάσα μου γίνονταν μελωδίες από τη μουσική που μου άρεσε. Όμως μια φωνή παράξενη μ' έκανε να διακόψω τη συμφωνία, λίγο πριν γεμίσω τον δεύτερο κουβά, τον γυναικείο. Στην αρχή δηλαδή το πέρασα για φωνή και δεν έδωσα σημασία μα λίγο μετά ακούστηκε ξανά. Κοίταξα γύρω μα δεν υπήρχε κανένα λαρύγγι. Ακούμπησα τον κουβά του πηγαδιού στο χείλος και στάθηκα ν' αφουγκραστώ. Από κει μέσα ερχόταν, δε μπορεί. Το στέγαστρο του πηγαδιού είχε ξηλωθεί από καιρό λόγω σκουριάς, έτσι το φως του ήλιου μπορούσε να πέσει μέσα ελεύθερα. Έσκυψα και κοίταξα μα δεν υπήρχε τίποτα πέρα από νερό. Συνέχιζε να ακούγεται όμως. Έμοιαζε όντως ανθρώπινος ο ήχος μα κατάλαβα πως δεν ήταν λέξεις αυτά που προφέρονταν. Ήταν βελάσματα, αν και αμφιβάλλω αν υπήρχε ζώο που έκανε έτσι. Ήταν μια γλυκιά φωνή μα όλο πόνο, πάσχιζε να επικοινωνήσει κάπως. Αντηχούσε στις γέρικες πέτρες και έφτανε ως τ' αφτιά μου. Μετά σταμάτησε. Εγώ βούτηξα τον κουβά μέσα, γέμισα νερό και ολοκλήρωσα τη δουλειά.

Οι δυο κουβάδες ήταν βαριοί μα κατάφερα και τους πήγα στο σπίτι. Τα χέρια μου ήταν πιασμένα για μέρες μετά. Όταν είπα στη μάνα μου για το παράξενο περιστατικό εκείνη με κοίταξε με αυστηρότητα. Δεν ήταν ηθικό να κάνει κάποιος τέτοια αστεία. Θα τον τιμωρούσε ο Θεός. Μπερδεύτηκα, τη ρώτησα τι εννοούσε. Μου είπε πως υπήρχε μια ιστορία στο χωριό ότι κάποτε είχε πέσει στο πηγάδι ένα κατσικάκι. Πήδηξε, έτσι απλά σαν τη φύση του. Δεν υπήρχε τρόπος να το βγάλουν και άκουγαν για μέρες τα βελάσματά του. Χάλασε και το νερό κατά συνέπεια από το πτώμα του και τότε δεν είχαν άλλη πηγή. Έπεσε μεγάλη δίψα και βρώμα στο χωρίο και για μήνες έφερναν από τα διπλανά νταμιτζάνες.

Την ήξερα την ιστορία και ήθελα να την τρομάξω, επέμενε η κυρα-Καλλιόπη. Όχι απαντούσα εγώ και ξανά τα ίδια και έτσι πήγε το πράγμα όλη τη μέρα σαν τραμπάλα μέχρι που με χαστούκισε και σταμάτησα. Πονούσα για ώρα, ήταν δυνατή γυναίκα. Και έτσι επέλεξα να το ξεχάσω όμως πρώτα του έραψα ένα ρούχο οικείο και όμορφο, να μην προκαλεί οργή μήτε μητρική μήτε Θεϊκή. Ήταν ο αέρας, ακόμα κι αν ποτέ δεν είχαμε αέρηδες Ιούλιο μήνα. Ήταν βουητό στ' αφτιά από την προσπάθεια. Ήταν κάποιο ζώο που απλά βρισκόταν μακριά και εγώ δεν το 'βλεπα. Μπορεί, μπορεί, έλεγα.

Το ξέχασα και για έναν άλλο λόγο όμως. Ήταν η περίοδος που ξεκίνησα να μαθαίνω όμποε, αφού πρώτα το είχα λατρέψει ακούγοντας έναν παλιό δίσκο κλασικής μουσικής που είχαμε. Ο ήχος του μου θύμιζε κελάηδισμα μα είχε και μια μελαγχολία που μου ταίριαζε υποθέτω. Από μικρή μ' άρεσε να κάθομαι κάτω από τη μηλιά στην αυλή μας και να ακούω τα πουλιά. Φανταζόμουν τι μπορεί να λέγανε τόσες ώρες. Αν μάθαινα να παίζω ίσως να μπορούσαμε να συνομιλήσουμε.

Με χίλια παρακάλια κατάφερα να πείσω τη μάνα μου να μου πάρει ένα φτηνό. Στην καφετέρια του χωριού είχαμε μερικούς παλιούς υπολογιστές με ίντερνετ και περνούσα ώρες ολόκληρες βλέποντας βίντεο με ασκήσεις και συμβουλές. Φυσικά το μόνο που ακουγόταν για καιρό ήταν παραφωνίες μα βελτιώθηκα γρήγορα. Μεγάλωσα κι άλλο. Άρχισα να αγαπάω τη τζαζ, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στη μάνα μου -όπως και οτιδήποτε επέλεγα γενικά- μα την αγνοούσα. Πήγαινα βόλτες μακριά και έκανα εξάσκηση κάτω από τον ουρανό, να μη μ' ακούει κανείς. Κατάφερα ν' αγοράσω και ένα στερεοφωνικό και πολλά CD με κλασική και τζαζ. Έμαθα να παίζω όλο το «a love supreme» του Κολτρέιν και άντε να εξηγήσεις στην κυρα-Καλλιόπη ότι ισοδυναμούσε με θρησκευτική εμπειρία αυτό. Πού να τολμήσω, το μάγουλό μου θα μπλάβιαζε από τα χαστούκια.

Παραμελούσα το σχολείο πολύ φυσιολογικά και έτσι αναγκάστηκα να ξανακάνω την τρίτη λυκείου. Δε μ' ένοιαζε, είχα τη μουσική μου. Όμως αυτό ήταν τελικά ευλογία γιατί έτσι γνώρισα τον Τάφιο. Τον είχαν ονομάσει έτσι γιατί είχε γεννηθεί Μεγάλη Παρασκευή αλλά στην αρχή μου είχε συστηθεί ως Άκης, το κλασικό αόριστο υποκατάστατο παύλα υποκοριστικό κάθε παράξενου ονόματος.

Ήταν κι αυτός παιδί παράξενο. Ζούσε στις σκιές μα το βλέμμα του μονίμως στρεφόταν προς το φως. Ψυχή ηλίανθου είχε. Και μάτια σκούρα και γοητευτικά. Τον είχα ερωτευτεί πριν καν κλείσει η πρώτη βδομάδα του σχολείου. Μα δεν του 'πα τίποτα, ντρεπόμουν. Τον άφησα να το καταλάβει από μόνος του αν και από την αρχή και ο ίδιος μου έριχνε ματιές όταν οι καθηγητές ήταν γυρισμένοι στον πίνακα.

Αρχίσαμε να ψευτομιλάμε σιγά-σιγά. Για γενικότητες στην αρχή, μετά μπαίναμε όλο και πιο βαθιά ο ένας μέσα στον άλλον. Λέγαμε για τα όνειρά μας, αναλύαμε τα προβλήματά με τους γονείς μας. Εκείνος τσακωνόταν συνέχεια με τον πατέρα του ο οποίος ήταν μέθυσος και αχάριστος αλλά παραδόξως μη βίαιος. Του 'λεγα και γω για την κυρα-Καλλιόπη που εντάξει δεν ήταν και χάλια η ζωή μαζί της αλλά μ' άρεσε και να γκρινιάζω λίγο, μου 'δινε προσδοκίες αυτό το πράγμα. Παρομοίαζα για πλάκα τον εαυτό μου με τη Σταχτοπούτα και ο Τάφιος γελούσε και γω έκανα πως με πείραζε και μετά γελούσαμε και οι δύο. Και ο χρόνος χανόταν, το χωριό χανόταν. Το σώμα μου καιγόταν.

Μια Τρίτη του Οκτώβρη, συμπτωματικά ή όχι μετά τη βιολογία, ξεμοναχιαστήκαμε πίσω από το κτίριο που ήταν οι τουαλέτες και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Άκομψα, ατσούμπαλα και υγρά. Ήταν απίστευτο όμως. Είχα τη γεύση του στο στόμα μου για ώρες, δεν ήθελα να πιω νερό για να μη τη χάσω.

Κατά την άνοιξη είχαμε δεθεί πιο σφιχτά και από βετεράνους της ευτυχίας. Είχαμε βρέξει τα δάχτυλά μας ο ένας στ' απόκρυφα του άλλου. Η γεύση του ήταν πια γεύση μου.

Λίγο πριν τελειώσει το σχολείο είχαμε αποφασίσει να παντρευτούμε και να φύγουμε για την Αθήνα. Εκείνος λογικά θα περνούσε σε κάποια σχολή ενώ εγώ θα γραφόμουν σε ωδείο. Αυτό λέγαμε σε όλους μέσα στη χαρά και την ελπίδα. Αυτό κι αν εξόργισε τη μάνα μου. «Δεν έχεις να πας πουθενά Βασιλεία!» έκρωξε σα να ήταν όντως η κακιά μητριά. «Άμα θες να τον παντρευτείς θα μείνετε εδώ και θα δουλέψετε! Τι σκατά θα κάνω μόνη μου; Πώς θα τα βγάλω πέρα; Με κάνεις και βρίζω, Θε μου σχώρα με!» Τέτοια μου 'λεγε η κυρα-Καλλιόπη και μου βίαζε την καρδιά. Δεν ξέρω πόσο πολύ είχα κλάψει εκείνες τις μέρες. Ούτε η μουσική ούτε τίποτα δεν ήταν ικανό να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Μονάχα ένα πράγμα. Αυτός.

Θυσιάστηκε. Προκειμένου να είμαστε μαζί αποφάσισε να μείνει στο χωριό. Δεν το ένιωθα σωστό όμως να το δεχτώ αυτό όσο και να πονούσα. Ήταν μια αλλόκοτη κυριαρχία της λογικής. Του πρότεινα να είμαστε από απόσταση μέχρι να πάρει το πτυχίο του. Αρνήθηκε όμως και χάρηκα που το έκανε να πω την αλήθεια. Μετά απειλήσαμε ότι θα κλεφτούμε και δεν θα μας ξανάβλεπαν ποτέ. Αυτή η μπλόφα έκανε τη μάνα μου να υποχωρήσει και να δώσει τελικά την ευχή της αρκεί να υποσχόμουν ότι θα την επισκεπτόμουν όσο πιο συχνά γινόταν. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από τη χαρά. Αγκάλιασα τον Τάφιο πιο σφιχτά από ποτέ και τον έπνιξα στα φιλιά.

Για τη μέρα του γάμου μας του επιφύλασσα μια έκπληξη. Είχα γράψει ένα κομμάτι γι' αυτόν και είχα σκοπό να το παίξω στο γλέντι. Το έκανα πρόβα στα κρυφά, όποτε ήμουν μόνη. Ήταν σκοτεινό και αργό μα κατέληγε σε ένα ματζόρε κρεσέντο. Δεν κρατιόμουν να έρθει αυτή η μέρα. Όταν πια είχα ράψει το νυφικό μου, το ακουμπούσα κάθε πρωί στο κρεβάτι με το όμποε δίπλα του και τα χάζευα και βούρκωνα.

Δυο μέρες πριν γίνω δικιά του και επισήμως, ξύπνησα απότομα από ένα βέλασμα που μάλλον το 'χα ακούσει στ' όνειρό μου γιατί έμοιαζε πολύ με εκείνο το παράξενο, τότε. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα παρ' όλο που δεν έκανε και τόση ζέστη. Τότε άκουσα κλάματα από μακριά. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Στον πέμπτο δυνατό γδούπο της ακούστηκαν χτυπήματα στην εξώπορτα του σπιτιού, ενώθηκαν σαν πειραματικό τζαζ κομμάτι με δύο ντράμερ. Δεν άκουσα βήματα να προσθέτουν κι άλλα κρουστά. Η μάνα μου θα 'ταν στο χωράφι λογικά. Σηκώθηκα και έτρεξα ν' ανοίξω, αν και κάθε τένοντας στο κορμί μου με παρακαλούσε για το αντίθετο.

Ήταν η μάνα του Τάφιου, η μέλλουσα πεθερά μου. Τα μάτια της κατακόκκινα σα ρόδια. Έτρεμε σύγκορμη. Εγώ είχα αρχίσει να κλαίω πριν καν προλάβει να ψελλίσει το κακό που 'χε συμβεί.

«Έπεσε ο Τάφιος στο πηγάδι», είπε διακεκομμένα. «Τον βρήκε η κυρα-Ρήνη όταν πήγε να βγάλει νερό. Πάλι το 'χε κόψει ο Δήμος.»

Δε θυμάμαι τι έγινε μετά. Μάλλον λιποθύμησα γιατί όταν ξύπνησα βρισκόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Η μάνα μου σηκώθηκε από την καρέκλα όταν με είδε. Ήρθε και μ' αγκάλιασε. Ήμουν τόσο άδεια που δεν ήξερα πώς ν' αντιδράσω. Έμεινα μισοξαπλωμένη στον καναπέ και κοιτούσα στο πουθενά. Όταν σκοτείνιασε κατάφερα να σηκωθώ να πάω τουαλέτα και να πιω δυο γουλιές νερό. Ήταν τόσος ο πόνος που το κοντέρ δεν μετρούσε άλλο και τον είχε μετατρέψει σε κάτι άγνωστο. Ένα μούδιασμα από το υπερπέραν.

Δεν είχα τίποτα χωρίς αυτόν.

Πήγα να ξαπλώσω απλά για να αλλάξω θέση. Ήμουν εξαντλημένη μα πώς να κοιμηθώ; Πώς να κάνω κάτι φυσιολογικό όταν εκείνος είχε φύγει;

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μονάχα το φως από τη λάμπα του Δήμου πιο πέρα έβρεχε τη μπεζ κουρτίνα του παραθύρου. Κοιτούσα το ταβάνι και έκλαιγα, φοβόμουν τόσο πολύ ότι θα ξεχνούσα τη γεύση του. Η μελωδία του κομματιού που είχα γράψει έπαιζε στο κρανίο μου και παρακαλούσα ό,τι θείο υπήρχε να την εξαφανίσει.

Τότε το φως δυνάμωσε, κάλυψε το κρεβάτι μου. Μα δε γινόταν αυτό. Κοίταξα προς το παράθυρο. Δεν ερχόταν από τη λάμπα του Δήμου. Το φως με κάλυψε ολόκληρη σαν πέπλο. Ήταν λευκό, ζεστό. Με χάιδεψε, με ηρέμησε. Είπε τ' όνομά μου. «Εγώ είμαι Βασιλεία», άκουσα να λέει και πάνω μου ήταν πια ο Τάφιος. Μια μορφή από ομίχλη. Σάστισα. «Μη φοβάσαι, είμαι δω μαζί σου.» Δε φοβόμουν αλλά αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν είχα τρελαθεί από το πένθος. Πήγα να τον αγκαλιάσω μα μονάχα αέρα έπιασα. Το φως δυνάμωσε, με ζέστανε κι άλλο, δεν είχε άλλον τρόπο να με κάνει να αισθανθώ.

«Βασιλεία μου δεν έπεσα στο πηγάδι», ψιθύρισε ο αγαπημένος μου και πέτρωσα. «Η μάνα σου μ' έριξε. Για να μην φύγουμε μακριά.»

Κάπου μέσα μου το ήξερα, γι' αυτό δεν μου φάνηκε τόσο ακραίο, τόσο σοκαριστικό. Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές, τα 'νιωσα να γίνονται άσπρα από την πίεση. Το φως συνέχισε να με ζεσταίνει, να φιλάει κάθε πόρο του σώματός μου. Έτσι θα 'ταν η αίσθηση όταν θα πλαγιάζαμε μεθαύριο για πρώτη φορά, μονάχα πιο σαρκική.

«Πώς είναι;» τον ρώτησα.

«Περίεργα, αέρινα, σαν όνειρο. Μπορώ να ταξιδέψω όπου θέλω. Μα δεν θέλω να πάω πουθενά εννοείται.»

Τα μάγουλά μου μούσκεψαν μα εκείνος τα στέγνωσε με δυο αχτίδες.

«Είναι κι άλλοι σ' αυτή την κατάσταση», συνέχισε ο Τάφιος. «Δεν τους μίλησα αλλά με καλωσόρισαν. Επίσης, στο πηγάδι ζει ένα παιδί. Το έριξαν πριν δεκαετίες κάτι συνομήλικά του για πλάκα. Τραγικό ατύχημα το χαρακτήρισαν και τέλος. Όπως και με μένα. Αρνείται να ταξιδέψει. Απλά ελπίζει να χαθεί κάποια στιγμή με το νερό. Αδειάζει το φως του μέσα σε κάθε κουβά που ρίχνουν μέσα οι χωριανοί.»

Κι άλλα δάκρυα, κι άλλο στέγνωμα. Τώρα ήθελα να πιω όλο το νερό του πηγαδιού.

Έπαιξα στο όμποε το κομμάτι που του είχα γράψει. Το λάτρεψε. Έμοιαζε να πάλλεται μαζί με τις νότες. «Δεν θα φύγω ποτέ από δίπλα σου Βασιλεία μου.»

Το ξέρω αγάπη μου. Θα σε έχω συντροφιά εκεί που θα με στείλουν. Το φως σου θα μου κάνει έρωτα κάθε βράδυ και εγώ θα χαμογελάω ακόμα και στον τάφο μου! Μπορεί να είσαι άυλος μα είσαι πιο πραγματικός από το καθετί. Ναι, παντρευτήκαμε στ' αλήθεια!

Τ' ακούς μάνα; Υπάρχουν πνεύματα!

Η κυρα-Καλλιόπη είναι σκυμμένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Οι αφροί από το στόμα της έχουν κάνει μια λιμνούλα εκεί δίπλα. Το φλιτζάνι με το τσάι και το ποντικοφάρμακο σχεδόν άδειο. Εγώ κάθομαι και την κοιτάζω. Η καρδιά μου είναι ήρεμη. Ο άντρας μου είναι δίπλα μου, γύρω μου, μέσα μου.

Ναι, ίσως να 'θελα τελικά μια απάντηση από τα χείλη της μα εκείνη τη στιγμή υπέφερε, έβγαζε άναρθρους ήχους. Αρκέστηκα λοιπόν στο να βλέπει την ικανοποίηση στα μάτια μου.

Και η εκδίκηση είναι του Θεού, μάνα.








 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Λίγα λόγια για τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό

Μια σταγόνα γκρίζο νερό